Υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις


ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΡΥΦΩΝΟΣ*

-Γιατί να πάθω πάλι ουρολοίμωξη;

-Θα το ξαναπάθω;

-Δηλαδή από εδώ και πέρα πρέπει να παίρνω συνέχεια αντιβιοτικά;

Οι επαναλαμβανόμενες ουρολοιμώξεις, ιδιαίτερα στις γυναίκες αποτελούν ένα μεγάλο και συχνό ιατρικό και κοινωνικό πρόβλημα, με ιδιαίτερες δυσκολίες όσον αφορά την διαγνωστική προσέγγιση και την αντιμετώπιση. Και αυτό γιατί πολλές φορές η απάντηση των πιο πάνω ερωτημάτων δεν είναι εύκολη, καθώς δεν ανευρίσκεται πάντοτε συγκεκριμένη αιτία, ο ασθενής πρέπει να υποβληθεί σε επαναλαμβανόμενες εξετάσεις και ενδεχομένως μακροχρόνια θεραπεία.

Οι ουρολοιμώξεις είναι πιο συχνές στις γυναίκες, για ανατομικούς κυρίως λόγους. Οι μισές γυναίκες του πλανήτη θα βιώσουν ένα επεισόδιο ουρολοίμωξης στη ζωή τους, και μια στις τρεις από αυτές θα περάσουν αυτό το επεισόδιο πριν την ηλικία των 24 χρονών.

Όταν λέμε ότι ένας ασθενής εμφανίζει υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, εννοούμε ότι αντιμετωπίζει τρία ή περισσότερα επεισόδια ουρολοίμωξης τους τελευταίους 12 μήνες ή τουλάχιστον δύο επεισόδια το τελευταίο εξάμηνο. Τα επεισόδια της ουρολοίμωξης είναι πολύ σημαντικό να τεκμηριώνονται με καλλιέργεια ούρων για απομόνωση του μικροβιακού παράγοντα. Η αναγνώριση και η ευαισθησία του μικροβίου στα αντιβιοτικά αποτελούν τη βάση της σωστής θεραπείας. Αυτό διότι όταν το μικρόβιο που αναγνωρίζεται είναι το ίδιο με αυτό που είχε προκαλέσει το προηγούμενο επεισόδιο, τότε συνήθως υπάρχει κάποιο πρόβλημα στο ουροποιητικό σύστημα (λιθίαση, ξένο σώμα, συγγενείς ανωμαλίες, συρίγγια, χρόνια προστατίτιδα) που ευνοεί την ανάπτυξη μικροβίων και καθιστά δύσκολη την αντιμετώπισή του. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μόνο με αντιμετώπιση του αιτίου, επιτυγχάνεται η εκρίζωση του μικροβίου. Από την άλλη, σε ουρολοίμωξη με διαφορετικό μικρόβιο, η αιτιολογία συνήθως είναι η αυξημένη ευαισθησία των ασθενών σε μικρόβια που προκαλούν ουρολοιμώξεις, τα οποία συνήθως εντοπίζονται εκτός του ουροποιητικού συστήματος.

Στις νεαρές γυναίκες, η πιο συχνή αιτιολογία υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων είναι η σεξουαλική επαφή. Η χρήση σπερματοκτόνων ουσιών, λιπαντικών καθώς και διάφορες σεξουαλικές πρακτικές αποτελούν παράγοντες κινδύνου σε σεξουαλικά ενεργές γυναίκες. Ακόμα, ιστορικό ουρολοιμώξεων στη μητέρα, καθώς και η ηλικία στην οποία πρωτοεμφανίστηκε η ουρολοίμωξη αποτελούν παράγοντες κινδύνου για επανεμφάνιση ουρολοίμωξης. Στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, ορμονικοί παράγοντες, πρόπτωση μήτρας, ακράτεια ή κατακράτηση ούρων ενοχοποιούνται για ουρολοιμώξεις. Δεδομένα επίσης δείχνουν ότι γενετικοί παράγοντες εμπλέκονται στην αιτιοπαθογένεια καθώς και οι ομάδα αίματος Β ή ΑΒ.

Στους άνδρες οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις σχεδόν πάντα σχετίζονται με κάποιου βαθμού απόφραξη της ροής των ούρων ή ξένα σώματα (λιθίαση κλπ). Η υπερπλασία του προστάτη, τα στενώματα ουρήθρας και διάφορα νευρολογικά νοσήματα που εμποδίζουν τη φυσιολογική κένωση της ουροδόχου κύστης είναι οι συνηθέστερες αιτίες. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η μειωμένη άμυνα του οργανισμού, μπορεί να είναι η αιτία επαναλαμβανόμενων ουρολοιμώξεων.

Κάθε περίπτωση υποτροπιάζουσας ουρολοίμωξης απαιτεί ενδελεχή έλεγχο, ώστε να διαγνωστούν πιθανά υποκείμενα νοσήματα εντός ή εκτός του ουροποιητικού. Στον έλεγχο περιλαμβάνονται ακτινολογικές εξετάσεις όπως η ακτινογραφία ΝΟΚ, το υπερηχογράφημα του ουροποιητικού συστήματος, η ενδοφλέβια ή αξονική πυελογραφία, ενώ πιο εξειδικευμένες και επεμβατικές εξετάσεις περιλαμβάνουν τον ουροδυναμικό έλεγχο, την ουρηθρογραφία και την κυστεοσκόπηση. Ο ουρολόγος, ανάλογα με την κάθε περίπτωση θα συστήσει τον καταλληλότερο έλεγχο.

Δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις, δεν ανευρίσκεται κάποιο αίτιο και ο ασθενής θα πρέπει να υποβληθεί σε πιο εξειδικευμένες εξετάσεις. Πρόκειται για μια χρονοβόρα διαδικασία με κόστος για τον ασθενή, τόσο οικονομικό όσο και ψυχικό. Εντούτοις, ο ουρολόγος πρέπει να εξαντλήσει όλα τα διαγνωστικά περιθώρια, για να γίνει η σωστή αντιμετώπιση.

Κατά ανάλογο τρόπο, η θεραπεία θα πρέπει να εξατομικευτεί για κάθε ασθενή, ανάλογα με το υποκείμενο αίτιο και τον μικροβιακό παράγοντα. Η θεραπεία είναι φαρμακευτική, με χορήγηση αντιβιοτικού στο οποίο είναι ευαίσθητο το μικρόβιο, σύμφωνα με το αντιβιόγραμμα, ενώ πρέπει πάντα να γίνεται αντιμετώπιση του υποκείμενου παράγοντα κινδύνου (π.χ. άρση απόφραξης του προστάτη, αφαίρεση λίθων κλπ).

Ακόμα διάφορα συντηρητικά μέτρα πρόληψης μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματικά, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου οι ουρολοιμώξεις σχετίζονται με τη σεξουαλική επαφή. Καλή τοπική υγιεινή, τροποποίηση σεξουαλικών πρακτικών, αποφυγή σπερματοκτόνων ουσιών, ούρηση μετά την επαφή, είναι μερικά από τα μέτρα που μπορεί να συστήσει ο ουρολόγος για την αποφυγή νέων επεισοδίων στο μέλλον. Στις περιπτώσεις όπου τα μέτρα αυτά αποτύχουν, συστήνεται η λήψη μικρής δόσης αντιβίωσης μετά από κάθε επαφή.

Οι περιπτώσεις στις οποίες δεν ανευρίσκεται κάποιο αίτιο είναι και οι πιο δύσκολες να αντιμετωπισθούν. Έτσι προτείνονται γενικά μέτρα, όπως η διατήρηση καλής τοπικής υγιεινής, καλή ρύθμιση του σακχάρου του αίματος σε διαβητικούς ασθενείς και η χρήση οιστρογόνων σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες για τη ρύθμιση της ισορροπίας της χλωρίδας του κόλπου, που φαίνεται ότι δρα προστατευτικά για τις ουρολοιμώξεις. Η λήψη χυμού ή ειδικών δισκίων βατόμουρου (κράνμπερυ) αποτελεί μια φυσική επιλογή πρόληψης, καθώς μελέτες έδειξαν ότι πιθανώς εμποδίζει την προσκόλληση των βακτηριδίων στο ουροποιητικό σύστημα. Σε ανθεκτικές περιπτώσεις, η προληπτική χορήγηση μικρής δόσης αντιβίωσης κάθε βράδυ, προστατεύει σύμφωνα με μελέτες από τον κίνδυνο υποτροπιάζουσας ουρολοίμωξης.

Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε όμως, ότι σε πολλές περιπτώσεις τα συμπτώματα μπορούν να υποτροπιάσουν μετά το τέλος της αντιβιοτικής προφύλαξης.

Τέλος σε επιλεγμένους ασθενείς με επαναλαμβανόμενα επεισόδια, συστήνεται η αυτόματη έναρξη αντιβιοτικών, σε περίπτωση που αναγνωρίσουν έγκαιρα τα συμπτώματα μιας νέας ουρολοίμωξης.

Συμπερασματικά, τα ερωτήματα που τέθηκαν στην αρχή, δεν είναι πάντα εύκολο να απαντηθούν. Χρειάζεται να γίνει σωστή διερεύνηση και αναγνώριση των παραγόντων κινδύνου που ευνοούν τις ουρολοιμώξεις ώστε να γίνει η κατάλληλη θεραπεία. Η επιλογή της καταλληλότερης θεραπείας, με τη σειρά της, είναι πολλές φορές δύσκολη και στρεσογόνα για τον ασθενή και η αγωγή μακροχρόνια και με συχνές αποτυχίες.

Στις περιπτώσεις όπου συγκεκριμένο αίτιο δεν αναγνωρίζεται ή η αντιμετώπιση του δεν είναι εφικτή, ο στόχος είναι η ανακούφιση από τα συμπτώματα για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

*Χειρουργός Ουρολόγος-Ανδρολόγος

Μέλος της Ευρωπαϊκής Ουρολογικής εταιρείας, της Ελληνικής Ουρολογικής εταιρείας, της Κυπριακής Ουρολογικής εταιρείας καθώς και του Ιατρικού Συμβουλίου Κύπρου

Δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην αντιμετώπιση των προβλημάτων γονιμότητας και σεξουαλικών διαταραχών στον άνδρα, καθώς και στην ενδοσκοπική (χωρίς τομή) αντιμετώπιση των παθήσεων του ουροποιητικού.

Τηλ. 24 641111, 22 410100




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.



Newsletter











505