Παχυσαρκία, διαβήτης και υπέρταση πλήττουν την υγεία των Ελλήνων


Αυξημένα ποσοστά παχυσαρκίας, σακχαρώδους διαβήτη, υπέρτασης και υπερχοληστερολαιμίας καταγράφει η μελέτη ΥΔΡΙΑ στον ελληνικό πληθυσμό, σύμφωνα με προκαταρκτικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν τη Δευτέρα σε ειδική ημερίδα στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.

Το πρόγραμμα ΥΔΡΙΑ εκπονήθηκε από το Εθνικό Ίδρυμα Υγείας την περίοδο 2012-15, με επικεφαλής την καθηγήτρια Αντωνία Τριχοπούλου και συμπεριέλαβε αντιπροσωπευτικό δείγμα 4.000 ενηλίκων ατόμων, απ' όλη την Ελλάδα.

Από την επεξεργασία των στοιχείων προκύπτει λοιπόν ότι, επτά στους δέκα ενήλικες είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, με τους άνδρες να είναι συχνότερα υπέρβαροι, ενώ οι γυναίκες είναι συχνότερα παχύσαρκες. Το υψηλότερο ποσοστό παχύσαρκων ενήλικων καταγράφεται στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη (43%), ενώ το μικρότερο στην Αττική (30%).

Το υψηλότερο ποσοστό υπέρβαρων ατόμων παρατηρείται στην ηλικιακή ομάδα 50-64 ετών, ενώ το υψηλότερο ποσοστό παχύσαρκων στην ομάδα 65-79 ετών. Το 50% των ανδρών και γυναικών έχει αυξημένο κίνδυνο μεταβολικών επιπλοκών.

Περίπου ένας στους δέκα ενήλικες μόνιμους κατοίκους δήλωσε ότι πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη (ινσουλινοεξαρτώμενο ή μη), χωρίς να υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων. Μάλιστα, η συχνότητα του διαβήτη αύξανε με την ηλικία, με αποτέλεσμα στα άτομα άνω των 65 ετών περίπου τρεις στους δέκα να πάσχουν από διαβήτη.

Ανησυχητική είναι η διαπίστωση ότι, το 1% του ενήλικου πληθυσμού της χώρας έχει σακχαρώδη διαβήτη (επίπεδα γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης μεγαλύτερα ή ίσα 6,5%) και δεν το γνωρίζει, ενώ το 7% είναι σε προδιαβητική κατάσταση (γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη 5,7% έως 6,4%) χωρίς να έχει ιατρική διάγνωση ή να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Επίσης, τα νεότερα ηλικιακά άτομα, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη συχνότερα από άτομα μεσαίου και ανώτερου μορφωτικού επιπέδου.

Ως προς την αρτηριακή πίεση του αίματος, δύο στους πέντε ενήλικες έχουν ενδείξεις υπέρτασης. Το ποσοστό των ανδρών με ενδείξεις υπέρτασης είναι μεγαλύτερο από αυτό των γυναικών μέχρι την ηλικία των 65 ετών, ενώ μετά δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δύο φύλων. Μεταξύ των ατόμων από 65 ετών και πάνω περίπου τέσσερις στους πέντε έχουν ενδείξεις υπέρτασης. Επιπλέον, ένας στους δέκα ενήλικες έχει παθολογικές τιμές αρτηριακής πίεσης, χωρίς όμως να αναφέρει ιατρική διάγνωση ή λήψη φαρμακευτικής αγωγής.

Γενικά, ο επιπολασμός της υπέρτασης είναι μεγαλύτερος στα άτομα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, ενώ το υψηλότερο ποσοστό ενήλικων με ενδείξεις υπέρτασης παρατηρήθηκε στη περιοχή της Κεντρικής Ελλάδας (47%), ενώ το μικρότερο στην Αττική (36%).

Αναφορικά με την υπερχοληστερολαιμία, δύο στους πέντε ενήλικες μόνιμους κατοίκους της Ελλάδας έχουν ενδείξεις της νόσου, με τη συχνότητα να αυξάνει με την ηλικία. υπερχοληστερολαιμίας, χωρίς να υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δύο φύλων. Τέλος, το 6% του πληθυσμού της Ελλάδας έχει αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης και δεν το γνωρίζει, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων κάτω των 65 ετών με αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης είναι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Υψηλή είναι και η συχνότητα της κατάθλιψης στην Ελλάδα, με το 7% του δείγματος να δηλώνει ότι έχει ή είχε χρόνια κατάθλιψη. Το ποσοστό των γυναικών με χρόνια κατάθλιψη είναι περίπου τέσσερις φορές μεγαλύτερο από των ανδρών, ενώ ο επιπολασμός αυξάνει με την ηλικία. Αναμενόμενα χαρακτηρίζει η κ. Τριχοπούλου τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μελέτη ΥΔΡΙΑ ως προς τη χρήση φαρμάκων στην Ελλάδα, καθώς ένας στου τέσσερις ενήλικες λαμβάνει φάρμακα για τη θεραπεία της υπέρτασης, με το ποσοστό των γυναικών να υπερτερεί έναντι αυτού των ανδρών. Επίσης, ένας στους πέντε λαμβάνει φάρμακα για μείωση της χοληστερόλης, ένας στους δέκα λαμβάνει φάρμακα για το σακχαρώδη διαβήτη, ενώ το 5% του πληθυσμού λαμβάνει αντικαταθλιπτικά, με το ποσοστό των γυναικών να είναι περίπου τριπλάσιο των ανδρών. Τέλος, το 5% του ενήλικου πληθυσμού της χώρας λαμβάνει αγχολυτικά, με τις γυναίκες και πάλι να είναι τριπλάσιες από τους άνδρες.

Σε ότι αφορά τη διατροφή, το πρότυπο της μεσογειακής διατροφής εφαρμόζεται συχνότερα από άνδρες και γυναίκες, 65 ετών και άνω, ενώ τα νεότερα άτομα δείχνουν να έχουν απομακρυνθεί αρκετά από την παραδοσιακή ελληνική κουζίνα. Πάντως, το 80% της πρόσληψης προστιθέμενων λιπιδίων εξακολουθεί να προέρχεται από την κατανάλωση ελαιόλαδου. Σε γενικές γραμμές, οι Έλληνες καταναλώνουν συχνά ψωμί (και άλλα δημητριακά), λαχανικά, γαλακτοκομικά και κρέας, λιγότερα φρούτα, όσπρια και ψάρια.

Τέλος, εντύπωση προκαλεί το εύρημα ότι οι κάτοικοι της Αττικής περπατούν περισσότερο (5 ώρες και 40 λεπτά ανά εβδομάδα) ανεξαρτήτως εποχής, συγκριτικά με τους κατοίκους των λοιπών περιοχών της χώρας. Μάλιστα, οι κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης περπατούν μόλις 4 ώρες και 30 λεπτά, την εβδομάδα.




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.



Newsletter











327