Αυτεπάρκεια, ενδυνάμωση, ισχύς και τάση φυγής των μεσαίων διοικητικών στελεχών νοσηλευτικής στα κρατικά νοσηλευτήρια
Την έρευνα διεξήγαγε ο πρόεδρος του ΠΑΣΥΝΜ Ιωάννης Λεοντίου σε συνεργασία με τους καθηγητές του τμήματος νοσηλευτικής του ΤΕΠΑΚ Αναστάσιο Μερκούρη, Ευριδίκη Παπασταύρου και Νίκο Μίτλεττον.
Έρευνα που διεξήχθη στα κρατικά νοσηλευτήρια, τα αποτελέσματά της οποία έχουν δημοσιευθεί στο Journal of Nursing Management, (https://doi.org/10.1111/jonm.13247 & https://doi.org/10.1111/jonm.13606) έφερε στο φως δεδομένα που αφορούν στην αυτεπάρκεια, στην ενδυνάμωση, στην ισχύ και στην τάση φυγής των ΜΔΣΝ. Την έρευνα διεξήγαγε ο πρόεδρος του ΠΑΣΥΝΜ Ιωάννης Λεοντίου σε συνεργασία με τους καθηγητές του τμήματος νοσηλευτικής του ΤΕΠΑΚ Αναστάσιο Μερκούρη, Ευριδίκη Παπασταύρου και Νίκο Μίτλεττον.
Σκοπός της έρευνας ήταν να διερευνήσει τα επίπεδα και τις διαφορές της αντιλαμβανόμενης αυτεπάρκειας, της αντιλαμβανόμενης ενδυνάμωσης και της ισχύος των ΜΔΣΝ πριν και δώδεκα μήνες μετά την αυτονόμηση των κρατικών νοσηλευτηρίων καθώς και της τάσης φυγής.
Το θεωρητικό υπόβαθρο της έρευνας αποτέλεσαν οι θεωρίες της αυτεπάρκειας, που διατυπώθηκε από τον Bandura (1977) και της ενδυνάμωσης που διατυπώθηκε από την Kanter (1977).
Ο σχεδιασμός της μελέτης ήταν οιονεί πειραματικός, με μια ομάδα, μια προ-μέτρηση (πριν την αυτονόμηση των κρατικών νοσηλευτηρίων στην Κύπρο) και μια μετά-μέτρηση δώδεκα μήνες μετά. Τον πληθυσμό στόχο (Ν = 186) αποτελέσαν όλοι οι προϊστάμενοι νοσηλευτές ανεξαρτήτως κλινικού χώρου ή νοσοκομειακής μονάδας ή τμήματος σε όλα τα κρατικά νοσηλευτήρια της Κύπρου (N = 8) (απογραφική μέθοδος). Στο δείγμα συμμετείχαν 175 άτομα στην πρώτη φάση, τον Μάρτιο του 2019 (94% ανταπόκριση) και 178 στη δεύτερη φάση, τον Μάρτιο του 2020 (95,6% ανταπόκριση).
Το ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε αποτελείτο από 4 μέρη (δημογραφικά στοιχεία, το εργαλείο GeneralSelf-EfficacyScale – GSE) των Schwarzer & Jerusalem και το εργαλείο ConditionsforWorkplaceEffectivenessQuestionnaire – CWEQ-ΙΙ) των Laschinger, Finegan, Shamian & Wilk. Στο τέλος του ερωτηματολογίουπροστέθηκε μία ερώτηση για εντοπισμό της τάσης φυγής μέσω αναζήτησης των προθέσεων αλλαγής τμήματος, οργανισμού/ νοσοκομείου και επαγγέλματος. Επίσης οι συμμετέχοντες είχαν την ευκαιρία να αναφέρουν τους λόγους για την όποια πρόθεσή τους.
Τα αποτελέσματα της έρευνας κατέδειξαν:
Από την έρευνα συμπεραίνεται ότι ο βαθμός αυτεπάρκειας των ΜΔΣΝ είναι καθοριστικός στον τρόπο που αυτοί αισθάνονται, σκέφτονται και λειτουργούν στα πλαίσια της εργασίας τους. Σε συνδυασμό με την ενδυνάμωση και την ισχύ καθορίζονται και οι προθέσεις τους αναφορικά με την παραμονή ή την φυγή. Η αυτεπάρκεια, η ενδυνάμωση και η ισχύς βοηθούν στον προσδιορισμό του βαθμού στον οποίο θα εμπλακούν σε επιθυμητές διοικητικές συμπεριφορές για την επίτευξη των στόχων του οργανισμού.
Η αύξηση του βαθμού της ανεπίσημης ισχύος στη δεύτερη φάση της έρευνας, υποδεικνύει ότι τα ΜΔΣΝ στρέφονται στην αναζήτηση συνεργασίας, βοήθειας και υποστήριξης μέσα από τις άτυπες μορφές ισχύος αξιοποιώντας τις γνωριμίες και τις διαπροσωπικές σχέσεις, που έχουν αναπτύξει εντός του οργανισμού με τους συνεργάτες και τους συναδέλφους παρά από τη διοίκηση και τις επίσημες μορφές ισχύος.
Ο συνδυασμός των αποτελεσμάτων για την τάση φυγής με τα αποτελέσματα των τριών κύριων μεταβλητών της έρευνας ενισχύει και επιβεβαιώνει το συμπέρασμα ότι μέσα στους πρώτους δώδεκα μήνες λειτουργίας των κρατικών νοσηλευτηρίων υπό τον Ο.Κ.Υπ.Υ υπήρξε οπισθοδρόμηση αναφορικά με την ενίσχυση των στελεχών μέσου επιπέδου διοίκησης.
Η μελέτη παρέχει σημαντικές πληροφορίες που μπορεί να αξιοποιηθούν από τους αρμόδιους στη λήψη αποφάσεων σε ό,τι αφορά στους βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα των ΜΔΣΝ στα δημόσια νοσηλευτήρια, όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και σε άλλα δημόσια νοσοκομεία, όπου τα ΜΔΣΝ διαδραματίζουν βασικό ρόλο στη διαχείριση ανθρώπινων και υλικών πόρων για την επίτευξη των οργανωσιακών στόχων.
Η έρευνα προτείνει, μεταξύ άλλων, όπως:
Η έρευνα καταγράφει ως επίλογο ότι:
Ο κάθε άνθρωπος διαθέτει ικανότητες τις οποίες μπορεί να αναπτύξει περαιτέρω μέσω ατομικής προσπάθειας αλλά κυρίως μέσω καθοδήγησης, ενθάρρυνσης και υποστήριξης από άλλους που είναι πιο έμπειροι και πιο ειδικοί.
Όλοι οι αρμόδιοι φορείς θα πρέπει να εστιάσουν τις στρατηγικές του στις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες, όχι μόνο σε αριθμό αλλά και σε επάρκεια όχι μόνο των ΜΔΣΝαλλά και όλων των επαγγελματιών υγείας στη βάση των συνεχώς μεταβαλλόμενων συνθηκών οι οποίες δημιουργούν νέες ανάγκες. Όλα αυτά συνδέονται άμεσα τόσο με το ζήτημα της ασφάλειας των ασθενών όσο και της ποιότητας της παρεχόμενης φροντίδας υγείας. Σε διοικητικό/οργανωσιακό επίπεδο, οι επιπτώσεις όσον αφορά την κατανομή των πόρων για τη βελτίωση της παροχής υπηρεσιών, χρειάζονται προσεκτική αξιολόγηση και εκτίμηση.
Η βελτίωση της ποιότητας της φροντίδας και της ασφάλειας των ασθενών εξαρτάται από το περιβάλλον εργασίας. Αυτό σημαίνει δικαίωμα σε ασφαλές εργασιακό περιβάλλον, πρόσβαση σε πληροφόρηση, υποστήριξη, ευκαιρίες, πρόσβαση σε πόρους και εκπαίδευση. Στην εξίσωση αυτή θα πρέπει να προστεθεί και το δικαίωμα των νοσηλευτών να ακούγονται και η φωνή τους να επηρεάζει τη λήψη αποφάσεων και την εφαρμογή της αναπτυξιακής πολιτικής στον ευρύτερο τομέα της υγείας.
Τέλος, η νοσηλευτική μπορεί να έχει καταλυτική επίδραση στην προστασία της υγείας ως ανθρώπινο δικαίωμα. Ωστόσο θα πρέπει να θυμόμαστε ότι το δικαίωμα στην υγεία ισχύει και για τους νοσηλευτές.
Παραπομπές