ΠΑΣΥΔΥ: Σε τροχιά ρύθμισης το θέμα των συμβολαίων αορίστου χρόνου


Άμεση προτεραιότητα της ΠΑΣΥΔΥ αποτελεί η μετατροπή των συμβάσεων όσων εκ των υπηρετούντων εκτάκτων δημόσιων υπαλλήλων έχουν συμπληρώσει υπηρεσία 30 μηνών, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου.

Σύμφωνα με την ΠΑΣΥΔΥ: «Το άρθρο 7(1) του περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευσης Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμου, Ν.98(Ι)/2003 προνοεί τα ακόλουθα:

(α) Εργοδότης απασχολεί εργοδοτούμενο με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, είτε κατόπιν ανανέωσης της σύμβασης είτε άλλως·

(β) ο εργοδοτούμενος αυτός είχε προηγουμένως απασχοληθεί για συνολική περίοδο τριάντα μηνών ή περισσότερο με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, ανεξαρτήτως σειράς διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, σύμβαση θα θεωρείται για όλους τους σκοπούς ως σύμβαση αορίστου διάρκειας, και οποιαδήποτε πρόνοια στη σύμβαση αυτή η οποία περιορίζει τη διάρκειά της δεν θα ισχύει, εκτός εάν ο εργοδότης αποδείξει ότι η εργοδότηση του εργοδοτουμένου με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου μπορεί να δικαιολογηθεί από αντικειμενικούς λόγους.

Ο υπό αναφορά Νόμος αποτελεί νομοθεσία που τέθηκε σε ισχύ για εναρμόνιση με το Κοινοτικό Κεκτημένο και ειδικότερα της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνομολογήθηκε μεταξύ CES, UNICEF και CEEP, Οδηγία που έχει τύχει ερμηνείας από το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Στην Αίτηση αρ. 338/2012 Μαρία Συρίμη κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Αβραάμ Χατζητζιοβάνης δικαίωσε πλήρως εργοδοτούμενες στη Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, εκδίδοντας απόφαση με την οποία αναγνωρίζεται ότι οι Αιτήτριες είχαν καταστεί εργοδοτούμενες αορίστου χρόνου. Ειδικότερα η Αίτηση αρ. 338/2012 καταχωρίστηκε το 2012 από εργοδοτούμενη, η οποία εργαζόταν στη Στατιστική Υπηρεσία από τις 2/5/2007 στη βάση απανωτών επιστολών διορισμού της και συνεχίζει μέχρι και σήμερα να εργάζεται στην ίδια Υπηρεσία.

Η βασική επιδίωξη της Αιτήτριας στην πιο πάνω αίτηση ήταν η αναγνώριση του γεγονότος ότι η σύμβαση εργοδότησης, η οποία ήταν ορισμένου χρόνου κατέστη σύμβαση αορίστου χρόνου ένεκα της παρέλευσης 30 μηνών συνεχούς εργοδότησής της με μικρές διακοπές μεταξύ συμβάσεων. Η Αιτήτρια υποστήριξε ότι η αποτυχία της Δημοκρατίας να τεκμηριώσει και να αποδείξει αντικειμενικούς λόγους στα πλαίσια του αρ. 7 του Νόμου που να δικαιολογούν την μη αυτοδίκαια μετατροπή της σύμβασης σε αορίστου χρόνου μετά παρέλευση 30 μηνών, οδηγούσε αυτόματα σε μετατροπή της σύμβασης της.

Το Δικαστήριο κάνοντας αποδεκτή τη θέση της Αιτήτριας, συμφώνησε ότι είχε τεκμηριώσει την εργοδότησή της από τον ίδιο εργοδότη για διάστημα πέραν των 30 μηνών. Περαιτέρω το Δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία της Αιτήτριας ότι παρά τις τυπικές αναφορές στις επιστολές διορισμού της αυτή στην ουσία εκτελούσε τα ίδια καθήκοντα από την αρχή της εργοδότησής της, καθήκοντα που αφορούσαν πάγιες, διαρκείς και όχι έκτακτες ή εποχιακές ανάγκες.

Στα πλαίσια της προτεραιότητας της για ταχεία ρύθμιση του θέματος των συμβάσεων αορίστου χρόνου και ενόψει της έκδοσης της υπό αναφορά απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, η Οργάνωσή μας ζήτησε την κατεπείγουσα σύγκληση της Μικτής Επιτροπής Προσωπικού προς συζήτηση του όλου θέματος και άμεση αποκατάσταση της αδικίας σε βάρος των εκτάκτων συναδέλφων».




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.



Newsletter











298