Μία στις 3 γυναίκες και ένας στους 5 άνδρες άνω των 50 θα πάθει ένα οστεοπoρωτικό κάταγμα
ΤOY ΔΡΟΣ ΦΩΤΗ ΚΟΣΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ*
Η οστεοπόρωση είναι η συχνότερη πάθηση του μεταβολισμού των οστών. Χαρακτηρίζεται από χαμηλή οστική μάζα και διαταραχή της μικρο-μακροαρχιτεκτονικής της δομής των οστών, με αποτέλεσμα τη μείωση της αντοχής τους, την αυξημένη ευθραυστότητα και τον αυξημένο κίνδυνο κατάγματος.
Αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα δημόσιας υγείας, με τεράστιες κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις και χαρακτηρίζεται ως «η μάστιγα των ασφαλιστικών ταμείων». Είναι χαρακτηριστικό ότι περίπου 1 στις 3 γυναίκες και 1 στους 5 άντρες άνω των 50 ετών θα πάθει ένα οστεοπορωτικό κάταγμα.
Πότε εμφανίζεται και ποιους επηρεάζει
Η οστεοπόρωση εμφανίζεται πιο συχνά στις γυναίκες, μετά ή και πριν την εμμηνόπαυση. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, παρατηρείται αυξητική τάση της νόσου και στους άνδρες. Χαμηλή οστική μάζα μπορούν να εμφανίσουν και τα παιδιά, συνεπεία φαρμακευτικής αγωγής ή/και άλλων νοσημάτων που ενδέχεται να προκαλέσουν την ανάπτυξη της.
Τα προβλήματα που προκαλεί η νόσος επηρεάζουν συνήθως άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, κυρίως τους άνω των 65. Σε μικρότερες ηλικίες σχετίζεται με παθολογικές καταστάσεις - κυρίως υπογοναδισμό – και με τη λήψη συγκεκριμένων φαρμάκων.
Η οστεοπόρωση διακρίνεται σε:
Αιτίες δευτεροπαθούς οστεοπόρωσης είναι ο υπερπαραθυρεοειδισμός, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο υπογοναδισμός, ο υπερθυρεοειδισμός και το σύνδρομο της απορρόφησης.
Δευτεροπαθή οστεοπόρωση μπορεί επίσης να εμφανίσουν ασθενείς με μακροχρόνια λήψη φαρμάκων, όπως τα γλυκοκορτικοειδή, η θυρορμόνη σε δόση μεγαλύτερη της κανονικής για την αντιμετώπιση του υποθυρεοειδισμού, τα αντιεπιληπτικά φάρμακα ή η ηπαρίνη.
Υπάρχουν όμως και κάποιοι άλλοι παράγοντες οι οποίοι αυξάνουν τον κίνδυνο χαμηλής οστικής μάζας, όπως:
Η οστεοπόρωση σχετίζεται και με την κληρονομικότητα και για την πρόληψη της ουσιαστικής σημασίας είναι η σωστή διατροφή, η σωματική άσκηση, η αποφυγή αλκοόλ, καφέ και καπνίσματος καθώς και τα γερά οστά κατά την παιδική ηλικία.
Ύπουλη νόσος
Η οστεοπόρωση διαδράμει ασυμπτωματικά με σταδιακή απώλεια της οστικής μάζας και συνήθως δεν παρουσιάζει συμπτώματα έως τη στιγμή που θα συμβεί το πρώτο κάταγμα, συνήθως μετά από έναv ήπιο τραυματισμό.
Περίπου το 40% των καταγμάτων συμβαίνουν στη σπονδυλική στήλη, 20% στα ισχία, 20% στην κερκίδα-καρπούς και 20% στα άλλα οστά. Αν και η οστεοπόρωση θεωρείται πάθηση που προσβάλλει κυρίως τις γυναίκες, επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και τους άνδρες με 30% οστεοπορωτικά κατάγματα των ισχίων και 20% των σπονδύλων.
Τα οστεοπορωτικά κατάγματα έχουν αυξημένη θνητότητα και νοσηρότητα με έντονο πόνο, παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης και χειρουργικές επιπλοκές που προκαλούν μακροχρόνια σωματική ανικανότητα, συναισθηματικές διαταραχές και σοβαρή οικονομική επιβάρυνση. Τα δε κατάγματα του ισχίου είναι η σοβαρότερη επιπλοκή της οστεοπόρωσης.
Διάγνωση και θεραπεία
Η διάγνωση της οστεοπόρωσης γίνεται με μέτρηση της οστικής πυκνότητας DEXA στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης (ΟΜΣΣ) και τα ισχία, που είναι ο πιο διαδεδομένος τρόπος και η πλέον αξιόπιστη μέθοδος. Είναι μια εξέταση σύντομη, αναίμακτη με πολύ χαμηλή ακτινοβολία.
Τα αποτελέσματα της εξέτασης είναι ενδεικτικά της κατάστασης του ασθενούς. Για παράδειγμα, εάν οι τιμές της οστικής πυκνότητας κυμαίνονται μεταξύ του -1 και -2,5 η διάγνωση αφορά την οστεοπενία. Η διάγνωση της οστεοπόρωσης αφορά τιμές κάτω του -2,5 ενώ ασθενής με βαριά οστεοπόρωση παρουσιάζει τιμές μικρότερες του -3,5.
Η μέτρηση της οστικής μάζας γίνεται τόσο για σκοπούς διάγνωσης όσο και για την παρακολούθηση της θεραπευτικής αγωγής του εξεταζόμενου. Πέραν της μέτρησης της οστικής μάζας, επειδή πολλές άλλες παθήσεις προκαλούν οστεοπόρωση, κρίνεται απαραίτητος και ένας πλήρης εργαστηριακός έλεγχος με αιματολογικές, βιοχημικές και ορμονικές εξετάσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις, ο γιατρός μπορεί να συστήσει τη διενέργεια υπερήχου στο επίπεδο της πτέρνας και αξονική τομογραφία στο αντιβράχιο.
Ενδείξεις για μέτρηση της οστικής πυκνότητας έχουν γυναίκες άνω των 65 ετών καθώς και γυναίκες μικρότερης ηλικίας με αυξημένο κίνδυνο κατάγματος, λόγω άλλων αιτιών που έχουν αναφερθεί πιο πάνω. Επίσης γυναίκες σε εμμηνόπαυση, με χαμηλό σωματικό βάρος και ιστορικό κατάγματος. Στους άνδρες η μέτρηση της οστικής πυκνότητας γίνεται συνήθως στους άνω των 70, αλλά και σε μικρότερους ηλικιακά, οι οποίοι παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο κατάγματος.
Σε μέτρηση της οστικής πυκνότητας υποβάλλονται ακόμη όσοι λαμβάνουν θεραπεία για οστεοπόρωση ή άλλη φαρμακευτική αγωγή που μπορεί να προκαλέσει οστεοπόρωση.
Αντιμετώπιση της νόσου
Αναλόγως της κατάστασης του ασθενούς, ο γιατρός θα αποφασίσει για τη θεραπεία του:
Μη φαρμακευτική αντιμετώπιση:
Φαρμακευτική αντιμετώπιση:
Τα κατάγματα ισχίου αντιμετωπίζονται χειρουργικά, ενώ τα κατάγματα σπονδυλικής στήλης συνήθως αντιμετωπίζονται συντηρητικά, με κλινοστατισμό ή περιορισμό των κινήσεων και χρήση κηδεμόνα. Σε κάποιες περιπτώσεις ωστόσο, κυρίως για περιορισμό του πόνου και αποκατάσταση του σχήματος των σπονδυλικών σωμάτων για αποφυγή της κύφωσης, απαιτείται χειρουργείο το οποίο διενεργείται με σπονδυλοπλαστική ή κυφοπλαστική.
*Ειδικός Ακτινολόγος στο Διαγνωστικό Κέντρο Alpha Evresis του Ομίλου Βιοϊατρική