Μη Γονοκοκκική Ουρηθρίτιδα: Το πιο συνηθισμένο ΣΜΝ


Από τα πιο συχνά εμφανιζόμενα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα που ταλαιπωρεί τους ασθενείς για μεγάλο χρονικό διάστημα

ΤΟΥ ΔΡΑ ΗΛΙΑ ΜΠΟΥΤΗ*

Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (ΣΜΝ), όσα δηλαδή μεταδίδονται μέσω της χωρίς προφύλαξη ερωτικής συνεύρεσης, καταγράφουν διεθνώς αύξηση κατά τους θερινούς μήνες, με την Κύπρο να μην αποτελεί εξαίρεση. Η ενημέρωση αποτελεί το κλειδί τόσο για την αποφυγή και πρόληψή τους, όσο και για τον εντοπισμό και αντιμετώπισή τους, ωστόσο, συχνά προσκρούει στα ταμπού που επικρατούν γύρω από τα ΣΜΝ στην κοινωνία.

Η Μη Γονοκοκκική Ουρηθρίτιδα (ΜΓΟ) είναι ίσως το πιο συνηθισμένο σήμερα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα. Λόγω ατελούς διάγνωσης και θεραπείας, ταλαιπωρεί συχνά τους ασθενείς για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στις πιθανές αιτίες της ΜΓΟ περιλαμβάνονται το παράσιτο χλαμύδιο (Chlamydia trachomatis), που απομονώνεται στο 50% των περιπτώσεων, ενώ σε μικρότερα ποσοστά η ΜΓΟ οφείλεται σε άλλους μικροοργανισμούς όπως Ureaplasma urealyticum, Trichomonas vaginalis και δευτεροπαθείς μικροβιακές αιτίες (στρεπτόκοκκοι ομάδας Β, αναερόβια, Garnderella vaginalis και μύκητες). Παράγοντες κινδύνου αποτελούν η ηλικία (< 25 έτη), η εναλλαγή σεξουαλικών συντρόφων και η μη χρήση προφυλακτικού.

Κλινική εικόνα – Συμπτώματα

Το 50% των ανδρών ασθενών μπορεί να είναι ασυμπτωματικοί. Τα συμπτώματα ξεκινούν μία με τρεις εβδομάδες μετά την επαφή με μολυσμένο άτομο, με αίσθημα φαγούρας στην ουρήθρα που προοδευτικά εντείνεται και γίνεται κάψιμο. Η ούρηση γίνεται ενοχλητική και από το στόμιο της ουρήθρας βγαίνει ένα ορώδες ή οροπυώδες έκκριμα, γαλακτώδους χροιάς. Αντίθετα στις γυναίκες, στο 70% περιπτώσεων, η λοίμωξη μπορεί να είναι ασυμπτωματική. Στα συμπτώματα περιλαμβάνονται: αιμορραγία μετά την σεξουαλική επαφή, κολπική έκκριση, κατώτερο κοιλιακό άλγος και δυσουρία.

Η μη λήψη θεραπευτικής αγωγής μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές και στα δύο φύλα και συγκεκριμένα προστατίτιδα, ορχίτιδα, επιδιδυμίτιδα, αιματηρό σπέρμα, σύνδρομο Reiter στους άνδρες και υπογονιμότητα, φλεγμονώδη νόσο της πυέλου και χρόνιο πυελικό άλγος στις γυναίκες. Ακόμη, η χλαμυδιακή τραχηλίτιδα της μητέρας μπορεί να οδηγήσει σε επιπεφυκίτιδα τραχώματος του νεογνού που μεταδίδεται κατά τον τοκετό και εκδηλώνεται κατά τη 2η έως 5η μέρα της ζωής. Επίσης μπορεί να παρατηρηθεί προσβολή και της πρωκτικής χώρας με πρωκταλγία και πρωκτική έκκριση.

Εργαστηριακή διάγνωση

Αν και η Μη Γονοκοκκική Ουρηθρίτιδα είναι πολύ συχνότερη, εντούτοις κατά τη διάγνωση θα πρέπει αρχικά να αποκλειστεί η Γονοκοκκική Ουρηθρίτιδα. Η διάγνωση γίνεται με λήψη ουρηθρικού εκκρίματος και άμεση χρώση για τον αποκλεισμό της γονόρροιας και καλλιέργεια για χλαμύδια και ουρεόπλασμα. Η καλλιέργεια ουρηθρικού – κολπικού εκκρίματος κρίνεται απαραίτητη για τον καθορισμό της αιτίας της νόσου και για την επιλογή του κατάλληλου θεραπευτικού σχήματος. Ακόμη, γίνονται ειδικές εξετάσεις άμεσου ανοσοφθορισμού του εκκρίματος της ουρήθρας ή του τραχήλου και ορολογικές δοκιμασίες που δείχνουν αύξηση των αντισωμάτων. Απαραίτητος είναι επίσης ο έλεγχος για τριχομονάδα, ενώ χρήσιμες είναι και οι ορολογικές δοκιμασίες για σύφιλη, ώστε να αποκλειστεί πιθανή συνύπαρξη.

Θεραπεία

H θεραπεία για τη μη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα είναι πιο αποτελεσματική, όταν αρχίζει νωρίς στην πορεία της νόσου, παρά μετά από μήνες ή χρόνια και υποτροπιάζουσες προσβολές ΜΓΟ, γεγονός που σημαίνει πως ο ασθενής πρέπει να αποταθεί έγκαιρα στο θεράποντα ιατρό αμέσως μετά τη επιβεβαίωση των ευρημάτων. Η θεραπεία περιλαμβάνει αντιμικροβιακά σκευάσματα της ομάδας των τετρακυκλινών και μακρολίδων. Μετά τη θεραπεία, απαιτείται παρακολούθηση για τουλάχιστον 3 μήνες.

Πρόληψη

Τα κοινωνικά ταμπού που επικρατούν, αποτρέπουν συχνά την ενημέρωση γενικώς γύρω από τα ΣΜΝ. Γι’ αυτό το λόγο, παρατηρούμε ότι δεν γίνονται αρκετές προληπτικές και διαγνωστικές εξετάσεις γύρω από αυτά νοσήματα. Ωστόσο, θα πρέπει όλοι να γνωρίζουν ότι η παρακολούθηση και η συμβουλευτική ιατρική τόσο του υγιούς ατόμου όσο και του ασθενούς από το θεράποντα ιατρό αποτελεί το κλειδί για την αντιμετώπιση των ΣΜΝ. Η έγκαιρη διάγνωση με επικύρωση αποτελεσμάτων από ιατρούς μικροβιολόγους και βιοπαθολόγους και φυσικά η άμεση αντιμετώπιση από τον θεράποντα ιατρό μπορεί να προλάβει την εξέλιξη της νόσου, αλλά και να σώσει ζωές. Ο ετήσιος έλεγχος Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενων Νοσημάτων σε διαπιστευμένο χημείο με ISO κρίνεται εξίσου απαραίτητος, όπως και η υπεύθυνη σεξουαλική συμπεριφορά. Η ερωτική συνεύρεση χωρίς προφύλαξη είναι επικίνδυνη, για αυτό και συνίσταται η χρήση προφυλακτικού σε κάθε σεξουαλική επαφή.

* Βιοπαθολόγος – Μικροβιολόγος, μέλος της Ιατρικής ομάδας του Ομίλου ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ στην Κύπρο




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.



Newsletter











1779