Προκλήσεις της επιστημονικής κοινότητας στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού SARS-CoV-2


ΤΗΣ ΔΡΟΣ ΕΥΡΟΥΛΑΣ ΧΑΠΕΣΙΗ*

Τους τελευταίους τέσσερις μήνες η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει την πανδημία του SARS-CoV-2 προκαλώντας την ασθένεια COVID-19, επιφέροντας τον θάνατο σε 180 000 ανθρώπους περίπου ενώ τα κρούσματα αγγίζουν πλέον τα 2,5 εκατομμύρια παγκοσμίως. Η επιστημονική κοινότητα βρίσκεται συνεχώς σε ένα αγώνα δρόμου για την αντιμετώπιση της πανδημίας καθώς οι προκλήσεις είναι πολλές κάνοντας τον αγώνα ακόμα δυσκολότερο. Μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας ερωτήματα πρέπει να απαντηθούν. Ποιες είναι οι προκλήσεις για την επιστημονική κοινότητα; Ποια τα πεδία μελέτης για την αντιμετώπιση του SARS-CoV-2; Οι επιστήμονες δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο το πρόβλημα της γρήγορης ανακάλυψης και ανάπτυξης φαρμάκων ή εμβολίων αλλά έχουν να δώσουν απαντήσεις και λύσεις σε συνεχή ανοικτά μέτωπα που προκύπτουν κατά την αντιμετώπιση του ιού.

Αρχικά πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η αντιμετώπιση της πανδημίας προϋποθέτει συνεχή και αγαστή συνεργασία πολλών επιστημόνων από διαφορετικά ερευνητικά πεδία, ιατρούς πολλών και διαφορετικών ειδικοτήτων, φαρμακοποιούς, χημικούς, βιολόγους και άλλους όπου ο καθένας ξεχωριστά συμβάλει στην αντιμετώπισή της.

Ποιες είναι όμως οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η επιστημονική κοινότητα;

Πρώτη πρόκληση είναι η διάγνωση του ιού. Όπως είναι ήδη γνωστό η διάγνωση του ιού γίνεται με την ανίχνευση του ιϊκού RNA δηλαδή του γενετικού του υλικού σε δείγμα από ρινοφαρυγγικό ή στοματοφαρυγγικό επίχρισμα. Πρόσφατα εγκρίθηκε από τον Αμερικάνικο Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) μέθοδος η οποία χρησιμοποιεί σάλιο ενώ στη βιβλιογραφία έχουν εμφανιστεί και μέθοδοι που χρησιμοποιούν ούρα. Η κύρια μέθοδος που χρησιμοποιείται είναι η αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης RT-qPCR με κάποια μειονεκτήματα όπως η μικρή ευαισθησία της στα πρώιμα στάδια της νόσου και κυρίως ο χρόνος της ανάλυσης. Στην ανάγκη εύρεσης άλλων γρήγορων και αξιόπιστων διαγνωστικών μεθόδων ανάλυσης υψηλής ευαισθησίας και εξειδίκευσης η επιστημονική κοινότητα απάντησε με τη μελέτη της αντίδρασης του ξενιστή στον ιό μέσω μέτρησης ειδικών αντισωμάτων (IgG και IgM). Για το λόγο αυτό αναπτύχθηκαν αρκετά τεστ, αρκετά όμως είναι μη αξιόπιστα είτε λόγω μειωμένης ευαισθησίας είτε λόγω μη αξιόπιστων τεχνικών ανίχνευσης αντισωμάτων αλλά και λόγω της χρήσης μη καλά χαρακτηρισμένων μαρτύρων ελέγχου. Μέχρι τώρα δεν χρησιμοποιούνται αυτοτελώς ως διαγνωστικά μέσα αλλά αποτελούν συμπληρωματικά εργαλεία της κύριας μεθόδους ανίχνευσης. Από τα παραπάνω είναι πρόδηλη η ανάγκη ανάπτυξης και καθιέρωσης αναλυτικών μεθόδων με μεγάλη ευαισθησία και εκλεκτικότητα που θα δίνουν γρήγορα κα αξιόπιστα αποτελέσματα και θα χρησιμοποιούνται από τα εργαστήρια για τη μελέτη έκθεσης του πληθυσμού στον SARS-CoV-2.

Δεύτερη πρόκληση είναι η ανακάλυψη/ανάπτυξη αποτελεσματικού φαρμάκου και εμβολίου. Από τη στιγμή εμφάνισης τους SARS-CoV-2, διάφορες ερευνητικές ομάδες τόσο της Φαρμακευτικής Βιομηχανίας όσο και των Πανεπιστημίων και Ερευνητικών Ινστιτούτων παγκοσμίως, κάνουν μεγάλες προσπάθειες τόσο για την ανάπτυξη αποτελεσματικών φαρμάκων και εμβολίων. Καθώς η ανάπτυξη αποτελεσματικού εμβολίου παίρνει χρόνο, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) θα χρειαστούν τουλάχιστον 12 μήνες, η προσπάθεια των επιστημόνων για την αντιμετώπιση του ιού στρέφεται στη χρήση ήδη εγκεκριμένων για άλλες νόσους φαρμάκων. Μια σειρά κλινικών μελετών πραγματοποιούνται σε όλο τον κόσμο είτε με γνωστά φαρμακευτικά μόρια του παρελθόντος όπως χλωροκίνη ή υδροξυχλωροκίνη συνοδεία αντιβιοτικών π.χ. αζιθρομυκίνη, είτε με φαρμακευτικά μόρια τα οποία ήταν σε κλινικές δοκιμές φάσης ΙΙΙ όπως η φαβιπιραβίρη ή ρεμντεσιβίρη. Οι δοκιμές για επιβεβαίωση της αποτελεσματικότητας βρίσκονται σε εξέλιξη. Σύντομα θα έχουμε τα αποτελέσματα. Παράλληλα θα πρέπει να οργανωθούν οι φαρμακευτικές βιομηχανίες ώστε να είναι δυνατή η παρασκευή του σε τεράστιες ποσότητες λόγω της ζήτησης που θα δημιουργηθεί.

Τρίτη πρόκληση και εξίσου φυσικά σημαντική, είναι η μελέτη της επίδρασης των ποικίλων περιβαλλοντικών παραμέτρων έναντι του ιού, τόσο στην αναχαίτισή του όσο και στην καταστολή της δράσης.

Άλλες επιστημονικές ομάδες μελετούν την επίδραση διαφόρων περιβαλλοντικών παραγόντων δίνοντας έμφαση στην αύξηση της θερμοκρασίας και μείωση της υγρασίας στη συμπεριφορά του ιού. Μια από τις πρώτες μελέτεςεπίδρασης της θερμοκρασίας και της υγρασίας στη θνησιμότητα που προκαλεί ο COVID-19 (Maetal., 2020, ScienceoftheTotalEnvironment 724 (2020) 138226) έδειξε μια σχετική μείωση της θνησιμότητας με την αύξηση της θερμοκρασίας σε αντίθεση με την αρνητική επίδραση που επέδειξε η αύξηση της υγρασίας. Παρόλα αυτά, ακόμα δεν φάνηκε ξεκάθαρα η ακριβής συμπεριφορά του ιού σε τέτοιες περιβαλλοντικές συνθήκες με αποτελέσμα να απαιτείται περαιτέρω έρευνα.

Ως φαίνεται επιβάλλεται από την πολυπλοκότητα της συμπεριφοράς του ιού η διεπιστημονική συνεργασία για να αντιμετωπιστεί η πανδημία και οι συνέπειές της σε όλα τα επίπεδα παγκοσμίως.

*Πρόγραμμα Φαρμακευτικής, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.



Newsletter











1157