Παχυσαρκία – Ορισμός, παρενέργειες και η σχέση της με άλλες νόσους


ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΖΑΒΡΟΥ* 

Το 2013 ο Αμερικανικός Σύνδεσμος Ιατρικής αποφάσισε να αναγνωρίσει την παχυσαρκία ως ασθένεια. Παρά το γεγονός ότι υπήρξε αντίδραση από ορισμένους ερευνητές (ως προς το ότι η κίνηση αυτή μπορεί να οδηγήσει στον στιγματισμό των συγκεκριμένων ανθρώπων)  (Vallgårda et al., 2017), από τότε παρατηρείται μία αύξηση του χαρακτηρισμού της παχυσαρκίας ως ασθένεια στη διεθνή βιβλιογραφία (Bray, Kim, & Wilding, 2017; Purnell, 2018).

Το κατά πόσο η παχυσαρκία έχει σωστά ή όχι αναγνωριστεί ως ασθένεια είναι ένα μείζων και ευαίσθητο ζήτημα το οποίο έχει διχάσει την ερευνητική κοινότητα και είναι πέρα από τους σκοπούς αυτού του άρθρου. Επιπρόσθετα, το ερώτημα αυτό είναι δύσκολο να θα απαντηθεί καθώς δεν υπάρχει ένας ξεκάθαρος, συγκεκριμένος και ευρέως αποδεκτός ορισμός ως προς το τι πραγματικά είναι ασθένεια (Allison et al., 2008). Εκεί που θα ήθελα ωστόσο να επικεντρωθούμε, είναι στην επίδραση που έχει η παχυσαρκία σε διάφορα φυσιολογικά συστήματα του ανθρώπινου σώματος,  στις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην υγεία μας  καθώς και το μέγεθος του προβλήματος.

Είναι σημαντικό να επισημανθεί πως το συγκεκριμένο άρθρο δεν έχει σε καμία περίπτωση σκοπό να σπείρει τον πανικό αλλά να αφυπνίσει και να συμβάλει στην αναγνώριση του προβλήματος. Για την αντιμετώπιση κάθε προβλήματος πρέπει πρώτα να αποδεχτούμε την ύπαρξη του και να κατανοήσουμε τις αιτίες του.

"Αν έχετε περιττά κιλά τα οποία δυσκολεύεστε να χάσετε, μην ψάξετε λύση σε δίαιτες, προγράμματα άσκησης, συμπληρώματα διατροφής και άλλες μεθόδους που υπόσχονται γρήγορη απώλεια βάρους. Αντί για αυτό αναζητήστε μέντορες και δασκάλους (στα πρόσωπα αθλητικών επιστημόνων και επιστημόνων της διατροφής και διαιτολογίας), οι οποίοι θα σας βοηθήσουν να συνειδητοποιήσετε πως η άσκηση και διατροφή είναι μακροχρόνιες εκπαιδευτικές διαδικασίες. Σκοπός της εκπαίδευσης αυτής είναι η ανάπτυξη σημαντικών δεξιοτήτων  οι οποίες θα συμβάλουν στο να κάνετε αυτά τα δύο τρόπο ζωής, χωρίς στερήσεις, χωρίς καταπίεση και με προοδευτικότητα. Η άσκηση και η διατροφή είναι οι πυλώνες στους οποίους πρέπει να στηριχτείτε ώστε να έχετε μία καλύτερη ποιότητα ζωής και να ένα  φυσιολογικό σωματικό βάρος για την υπόλοιπη ζωή σας".

Ορισμός και επιπολασμός: Η παχυσαρκία είναι μία παθολογική κατάσταση πολυπαραγοντικής αιτιολογίας, η οποία μπορεί να σχετίζεται με διαταραγμένη διατροφική συμπεριφορά, γενετικές, υποθαλαμικές και ενδοκρινικές ασθένειες (De Lorenzo et al., 2019). Παρόλη την πολυπλοκότητα όμως της αιτιολογίας της, αυτά που συμβάλουν περισσότερο στην εμφάνιση της παχυσαρκίας είναι η αυξημένη πρόσληψη θερμίδων σε συνδυασμό με χαμηλά επίπεδα φυσικής δραστηριότητας (www.cdc.gov).  Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ορίζει την παχυσαρκία ως τη μη φυσιολογική ή  υπερβολική  συσσώρευση λίπους η οποία αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την υγεία (www.who.int). Στον Πίνακα 1 φαίνονται οι κατωφλικές τιμές των ποσοστών σωματικού λίπους αναλόγως φύλου, τα οποία αν κάποιος/α υπερβεί κατηγοριοποιείται ως παχύσαρκος/η σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρία Άσκησης. Παρόμοιες κατωφλικές τιμές έχουν αναφερθεί στη διεθνή βιβλιογραφία (Snitker, 2010), ωστόσο πρέπει να λαμβάνονται υπόψη με μία επιφύλαξη.

Μια ευρέως διαδεδομένη μέθοδος η οποία χρησιμοποιείται για τη διάγνωση της παχυσαρκίας είναι ο  Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), ο οποίος υπολογίζεται με την εξίσωση κιλά/ύψος2 . Με τη χρήση αυτής της μεθόδου ένας άνθρωπος κατηγοριοποιείται ως υπέρβαρος εάν έχει ΔΜΣ>25 και παχύσαρκος αν έχει ΔΜΣ>30. Ο διαχωρισμός αυτός στηρίζεται στο αυξημένο ποσοστό θνησιμότητας (αριθμός θανάτων σε έναν πληθυσμό) που σχετίζεται με ΔΜΣ>30 (Nimptsch, Konigorski, & Pischon, 2019). Ο αριθμός των υπέρβαρων και παχύσαρκων ανθρώπων έχει αυξηθεί δραματικά, καθώς το 2016 σχεδόν 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι ηλικίας 18 ετών και άνω ήταν υπέρβαροι, ενώ από αυτούς 600 εκατομμύρια ήταν παχύσαρκοι (www.who.int). Ανησυχητικά ποσοστά πλεονάζον βάρους και παχυσαρκίας έχουν επίσης παρατηρηθεί και στην  Κύπρο από τους  Ανδρέου και συν. (2012) σε επιδημιολογική συγχρονική μελέτη. Πιο συγκεκριμένα βρέθηκαν ποσοστά πλεονάζον βάρους και παχυσαρκίας της τάξεως του 46.9% και 28.8% για τους άνδρες ενώ για τις γυναίκες τα ποσοστά ήταν 26% και 27% αντίστοιχα (Andreou et al., 2012). Σε συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας έχει υπολογιστεί πως το ιατρικό κόστος της  παχυσαρκίας αναλογεί  στο 0.7-2.8% του συνολικού ιατρικού κόστους της κάθε χώρας, κάτι που την καθιστά ένα σοβαρό ζήτημα δημόσιας υγείας (Withrow & Alter, 2011). Επίσης, άνθρωποι με παχυσαρκία έχουν  περίπου 30% μεγαλύτερο ιατρικό κόστος σε σχέση με ανθρώπους οι οποίοι διατηρούν ένα φυσιολογικό σωματικό βάρος (Withrow & Alter, 2011).

Θνησιμότητα: Η παχυσαρκία σχετίζεται με μία σημαντική αύξηση της θνησιμότητας  μειώνοντας το προσδόκιμο ζωής κατά 5-10 χρόνια, με κύρια αιτία μείωσης του προσδόκιμου ζωής την καρδιαγγειακή ασθένεια (Cefalu et al., 2015; Kuk et al., 2011). Σε πρόσφατη μελέτη κοορτής, βρέθηκε πως ένα μεγάλο ποσοστό των ατόμων τα οποία είχαν ενταχθεί σε μονάδα εντατικής θεραπείας λόγω του ιού SARS‐CoV‐2 ήτανε παχύσαρκοι και πως η έκβαση της ασθένειας ήτανε σοβαρότερη όσο αυξανόταν ο ΔΜΣ (Simonnet et al., 2020). Οι ερευνητές της συγκεκριμένης μελέτης κατέληξαν στο συμπέρασμα πως παχύσαρκοι άνθρωποι και ιδιαίτερα αυτοί με ΔΜΣ>35, πρέπει να λαμβάνουν επιπρόσθετα μέτρα ως προς την αποφυγή μόλυνσης από τον COVID-19 καθώς σε αυτούς έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο. Στη συγκεκριμένη μελέτη ωστόσο δεν μπόρεσε να αναλυθεί η επίδραση του ΔΜΣ στη θνησιμότητα, καθώς δεν είχαν καταγραφεί αρκετοί θάνατοι.

Αλλαγές της φυσιολογίας και η σχέση τις παχυσαρκίας με άλλες νόσους και παθολογικές καταστάσεις: Η παχυσαρκία δεν χαρακτηρίζεται μόνο από αύξηση του σωματικού λίπους, αλλά και από ανατομικές/λειτουργικές διαταραχές του λιπώδους ιστού γνωστές ως λιποπάθεια. Πιο συγκεκριμένα, η λιποπάθεια χαρακτηρίζεται από υπερτροφία του λιποκυττάρου, υπερβολική συσσώρευση σπλαχνικού λίπους, καθώς και από έκτοπη αποθήκευση λίπους (συσσώρευση λίπους σε όργανα όπως το συκώτι, ο σκελετικός μυς, το πάγκρεας και η καρδιά) (Bays et al., 2008; Trouwborst, Bowser, Goossens, & Blaak, 2018). Επίσης, θεωρείται αιτία για την έκκριση ορμονών όπως η λεπτίνη (υπεύθυνη για τη ρύθμιση της όρεξης) και πληθώρα κυτταροκίνων  οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε μεταβολική ασθένεια (Bays et al., 2008). Η μη φυσιολογική έκκριση των κυτταροκίνων καθώς και των λιποκίνων σε παχύσαρκα άτομα, χαρακτηρίζεται από χρόνια φλεγμονή μικρού βαθμού, κάτι το οποίο διαταράσσει την ανοσοποιητική λειτουργία τους (Γράφημα 1). Αυτό ίσως να παίζει ρόλο και στη σοβαρότερη έκβαση του ιού σε άτομα που νοσηλεύονται με τον ιό COVID-19.

Oι λειτουργικές και δομικές διαταραχές του λιπώδους ιστού, έχουν αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής, καθώς μπορούν να προκαλέσουν μεταξύ άλλων γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, ασθένεια της χοληδόχου κύστης, οστεοαρθρίτιδα, ψυχολογικές και διατροφικές διαταραχές, άγχος, κατάθλιψη και μείωση της αθλητικής απόδοσης (Jastreboff, Kotz, Kahan, Kelly, & Heymsfield, 2019). Οι πιο σοβαρές όμως συνέπειες της παχυσαρκίας στην υγεία, είναι η υπέρταση, ο διαβήτης, το έμφραγμα του μυοκαρδίου και τα σοβαρά καρδιαγγειακά περιστατικά. Πιο συγκεκριμένα,  ο διαβήτης βρέθηκε να έχει θετική συσχέτιση με την υπέρταση, η οποία με τη σειρά της σχετίζεται με βλάβες των αγγείων (Vaidya, Gangan, & Sheehan, 2015).

Ο Fruh (2017) σε ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, περιέγραψε μία πιθανή σειρά αλλαγών της φυσιολογίας, οι οποίες συμβαίνουν κατά τη μετάβαση από φυσιολογικό σωματικό βάρος σε παχυσαρκία και που οδηγούν στην εμφάνιση ασθενειών. Σύμφωνα με την ανασκόπηση αυτή, η χρόνια φλεγμονή μικρού βαθμού που αναφέρθηκε πιο πάνω, συνοδεύεται με μια αύξηση των ελεύθερων λιπαρών οξέων στην κυκλοφορία, καθώς και αύξηση προφλεγμονόδων παραγόντων. Επίσης, συνοδεύεται με την ενεργοποίηση ανοσοκυττάρων. Η χρόνια φλεγμονή συνδυαστικά με το διαταραγμένο λιπιδαιμικό προφίλ το οποίο είναι συχνή παρενέργεια της παχυσαρκίας, οδηγεί σε αγγειακή δυσλειτουργία συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας αθηρωματικής πλάκας και βλάβης της ινωδόλυσης. Αυτά με τη σειρά τους οδηγούν σε αύξηση του κινδύνου για καρδιαγγειακή ασθένεια όπως είναι το έμφραγμα και η φλεβική θρομβοεμβολική νόσος. Η χρόνια φλεγμονή είναι επίσης σοβαρός παράγοντας κινδύνου για αντίσταση στην ινσουλίνη, η οποία είναι παθοφυσιολογία του διαβήτη τύπου ΙΙ. Η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι στενά συνδεδεμένη με την υπνική άπνοια (το ίδιο και η χρόνια φλεγμονή και η δυσλιπιδαιμία), με την συσσώρευση λίπους στον άνω αεραγωγό και τον θώρακα να συμβάλλουν και αυτά στην εμφάνιση της υπνικής άπνοιας. Τέλος, πολλές μορφές καρκίνου βρέθηκε να επηρεάζονται από τις πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις της παχυσαρκίας με την αντίσταση στην ινσουλίνη, την υπερινσουλιναιμία, την δυσλιπιδαιμία, το οξειδωτικό στρες, την φλεγμονή και την παραγωγή λιποκίνων (Fruh, 2017) .

Βασικά Σημεία

  • Η παχυσαρκία είναι μία παθολογική κατάσταση πολυπαραγοντικής αιτιολογίας και ένα σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας.
  • Τα ποσοστά παχυσαρκίας στον πλανήτη έχουν πάρει διαστάσεις επιδημίας, ενώ ανησυχητικά είναι και τα ποσοστά πλεονάζον σωματικού βάρους και παχυσαρκίας στην Κύπρο.
  • Η παχυσαρκία δεν είναι μια απλή αύξηση του σωματικού λίπους, αλλά συνοδεύεται από διαταραχές του λιπώδους ιστού με την ονομασία λιποπάθεια. Οι διαταραχές αυτές οδηγούν σε μια αλληλουχία φυσιολογικών αλλαγών, οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν πολλές  άλλες νόσους και παθολογικές καταστάσεις. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, φαίνεται να έχουν η χρόνια φλεγμονή και ο IGF (insulin-like growth factor) άξονας.  
  • Οι πιο σοβαρές συνέπειες της παχυσαρκίας στην υγεία είναι η υπέρταση, ο διαβήτης, το έμφραγμα του μυοκαρδίου και τα σοβαρά καρδιαγγειακά περιστατικά.

Παρά την πολύπλοκη αιτιολογία της παχυσαρκίας και τις αρνητικές τις συνέπειες, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πως μία μέτρια απώλεια σωματικού βάρους της τάξεως του 5-10% του συνολικού σωματικού βάρους σε υπέρβαρους και παχύσαρκούς ανθρώπους, μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική βελτίωση πολλών δεικτών υγείας που σχετίζονται τις συννοσυρότητες τους. Μάλιστα, μια απώλεια βάρους >10% μπορεί να έχει ακόμα μεγαλύτερα οφέλη σε παθολογικές καταστάσεις όπως η δυσλιπιδαιμία, η υπέρταση και η υπεργλυκαιμία (Fruh, 2017).

Όπως έχει ήδη προαναφερθεί,  τα πιο επιτυχημένα προγράμματα απώλειας σωματικού βάρους έχουν σαν βάση τους τις αλλαγές της φυσικής δραστηριότητας και των διατροφικών συνηθειών ενός ανθρώπου, κάτι το οποίο υποστηρίζεται και από τη βιβλιογραφία NWCR (2016). Ο συνδυασμός της δίαιτας με την άσκηση είναι επίσης σημαντικός για τη διατήρηση της απώλειας σωματικού βάρους σε βάθος χρόνου. Πιο συγκεκριμένα, η προσθήκη της άσκησης σε ένα πρόγραμμα δίαιτας μπορεί να οδηγήσει σε 20% μεγαλύτερη διατήρηση του σωματικού βάρους που χάθηκε, σε σχέση με ένα πρόγραμμα δίαιτας μόνο (Curioni & Lourenço, 2005), ενώ επίσης έχει αναφερθεί πως ο μοναδικός τρόπος για μόνιμη απώλεια βάρους είναι η τακτική φυσική δραστηριότητα (www.cdc.org). Ακόμα ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο η άσκηση έχει σημαντικό ρόλο στη θεραπεία της παχυσαρκίας, είναι το ότι μπορεί να έχει οφέλη στην υγεία, ακόμα και χωρίς απώλεια βάρους (Swift, Johannsen, Lavie, Earnest, & Church, 2014). Βιώνοντας πολύπλευρες βελτιώσεις στην υγεία του, ένα άτομο ίσως διατηρήσει την παρακίνηση και την προσκόλληση του στο πρόγραμμα απώλειας βάρους ακόμα και όταν υπάρχει στασιμότητα. Καθώς όμως η ένταση, η συχνότητα η διάρκεια και το είδος της άσκησης θα εξαρτηθούν από το ιατρικό ιστορικό, τα προηγούμενα επίπεδα φυσικής κατάστασης, τους φυσικούς περιορισμούς καθώς και τις προσωπικές προτιμήσεις του κάθε ατόμου, υπάρχει η ανάγκη συνεργασίας των επιστημόνων διατροφής και διαιτολογίας με επιστήμονες του αθλητισμού για μια αποτελεσματικότερη και μακροχρόνια θεραπεία!

*MSc, MSc, PhD (c)

Υποψήφιος διδάκτορας Διατροφής και Διαιτολογίας Πανεπιστημίου Λευκωσίας




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.



Newsletter











4264