Η κακή χοληστερόλη και οι κίνδυνοι για την υγεία. Από το Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου


Παγκόσμια ημέρα ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης για την οικογενή υπερχοληστερολαιμία

Η 24η Σεπτεμβρίου έχει καθοριστεί ως η παγκόσμια ημέρα ευαισθητοποίησης για την οικογενή υπερχοληστερολαιμία γνωστή με το ακρώνυμο FH (Familial Hypercholesterolaemia). Η οικογενής υπερχοληστερολαιμία είναι μια γενετική και ως εκ τούτου κληρονομική διαταραχή του μεταβολισμού των λιπιδίων που χαρακτηρίζεται από αρκετά ψηλά επίπεδα (κακής) LDL χοληστερόλης στο αίμα ( > 190 mg/dL στους ενήλικες & > 160 mg/dL στα παιδιά) και αυξημένο κίνδυνο για πρώιμη εμφάνιση στεφανιαίας νόσου. Η στεφανιαία νόσος εκδηλώνει συμπτώματα όπως στηθάγχη, με μεγάλο κίνδυνο για έμφραγμα μυοκαρδίου σε μικρή ηλικία (< 50 ετών).  

Η χοληστερόλη είναι σημαντική για τις φυσιολογικές λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού αφού διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο τόσο στις μεμβράνες των κυττάρων του ανθρώπινου σώματος όσο και στη σύνθεση κάποιων βιολογικών ουσιών (π.χ. ορμόνες, βιταμίνη D). Όταν όμως παραμένουν αυξημένα τα επίπεδα της λεγόμενης κακής χοληστερόλης στο αίμα, τότε αυτή συσσωρεύεται στα τοιχώματα των αγγείων δημιουργώντας αθηρωματικές πλάκες, με αποτέλεσμα την στένωση των αγγείων που έχει σαν επακόλουθο μειωμένη μεταφορά οξυγόνου στα όργανα και ιστούς του σώματος συμπεριλαμβανομένου και του μυοκαρδίου.

Τα επίπεδα της ενδογενούς κακής χοληστερόλης ρυθμίζονται μέσω διαφόρων πρωτεϊνών που κωδικοποιούνται από συγκεκριμένα γονίδια. Τα γονίδια αποτελούνται από μια σειρά/αλληλουχία νουκλεοτιδίων η οποία καθορίζει την αντίστοιχη σειρά/αλληλουχία των αμινοξέων στις πρωτεΐνες στον ανθρώπινο οργανισμό.  Τα γονίδια αυτά εντοπίζονται στα χρωμοσώματα μας τα οποία κληρονομούμε από τους γονείς μας.  Όταν υπάρχει μια παθολογική μετάλλαξη/αλλαγή στην αλληλουχία των νουκλεοτιδίων σε κάποιο γονίδιo που διαδραματίζει σημαντικό ρολό στον μεταβολισμό της “κακής” χοληστερόλης, τότε αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εκδήλωση οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας με επιστημονικά τεκμηριωμένες, σοβαρές, κλινικές συνέπειες.

Η συχνότητα της οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας στο γενικό παγκόσμιο πληθυσμό υπολογίζεται στο 1/250-500 άτομα στην ετερόζυγη μορφή (δηλαδή όπου κληρονομείται ένα παθολογικό γονίδιο) και περίπου 1/300,000- 600,000 για την ομόζυγη και πολύ σοβαρή μορφή (εκεί που κληρονομούνται 2 παθολογικά γονίδια, ένα από τον κάθε γονέα). Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως συμβαίνει και με πολλές άλλες γενετικές ασθένειες, παρατηρείται μεγάλη ετερογένεια στην συχνότητα αυτής της νόσου, ανάμεσα σε διάφορες εθνικότητες και ταυτόχρονα μεγάλη ετερογένεια στο είδος των μεταλλάξεων στα  γονίδια που προκαλούν την  οικογενή υπερχοληστερολαιμία. Βάσει αυτών των εκτιμήσεων, στον κυπριακό πληθυσμό, αναμένεται να υπάρχουν 1,600 - 3,200  ετερόζυγοι ασθενείς και 1-3 ομόζυγοι ασθενείς. Η ομόζυγη οικογενής υπερχοληστερολαιμία σχετίζεται με αρκετά υψηλά επίπεδα “κακής” χοληστερόλης (> 500 mg/dL) με σοβαρά κλινικά συμπτώματα οπόταν υπάρχει ανάγκη για χορήγηση επιθετικής φαρμακευτικής αγωγής.

Μέχρι σήμερα έχουν εντοπιστεί μεταλλάξεις σε 4 διαφορετικά γονίδια που προκαλούν οικογενή υπερχοληστερολαιμία. Τα γονίδια αυτά είναι τα ακόλουθα: LDLR, ApoB100, PCSK9 και LDLRAP. Το πρώτο γονίδιο που συσχετίστηκε με την οικογενή υπερχοληστερολαιμία ήταν το  γονίδιο LDLR που κωδικοποιεί τον υποδοχέα της LDL ή “κακής” χοληστερόλης και μεταφέρει τα σωματίδια της “κακής” χοληστερόλης στα κύτταρα όπου μεταβολίζονται περεταίρω. Στην περίπτωση όπου μεταλλάξεις στο γονίδιο LDLR καταλήγουν στη δυσλειτουργία του υποδοχέα της LDL, τότε η “κακή” χοληστερόλη συσσωρεύεται στο αίμα με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αθηρωματικές πλάκες  στα τοιχώματα των αγγείων.

Η κλινική διάγνωση για την οικογενή υπερχοληστερολαιμία, πρέπει πρώτα να αποκλείσει δευτερογενείς αιτίες που μπορεί να προκαλούν υπερχοληστερολαιμία (π.χ. υποθυρεοειδισμό, νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια) και βασίζεται στην αξιολόγηση του λιπιδαιμικού προφίλ, οικογενειακό ιστορικό για ύπαρξη υπερχοληστερολαιμίας και στεφανιαίας νόσου σε πρώτου βαθμού συγγενείς, ανίχνευση τενόντιων ξανθωμάτων (εναπόθεση χοληστερόλης κάτω από το δέρμα) ξανθελεσμάτων (εναπόθεση χοληστερόλης στα βλέφαρα) και γεροντότοξο (λευκό δακτύλιο στον βολβό των ματιών).  Η επιβεβαίωση της κλινικής διάγνωσης επιτυγχάνεται με την γενετική/μοριακή ανάλυση για εντοπισμό παθολογικών μεταλλάξεων, κυρίως, σε ένα από τα προαναφερθέντα γονίδια. Το γονίδιο του υποδοχέα της LDL χοληστερόλης (LDLR) είναι το πρώτο γονίδιο που σχετίστηκε με την οικογενή υπερχοληστερολαιμία και μέχρι σήμερα, έχουν εντοπιστεί πέρα από 2000 διαφορετικές μεταλλάξεις του γονιδίου αυτού σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η θεραπευτική αγωγή συμπεριλαμβάνει κυρίως μια οικογένεια φαρμάκων που ονομάζονται στατίνες. Η πρόληψη  για πρώιμη εμφάνιση στεφανιαίας νόσου σε άτομα με οικογενή υπερχοληστερολαιμία συμπεριλαμβάνει την υγιεινή διατροφή (χαμηλή σε ζωικό λίπος, πλούσια σε λαχανικά και φρούτα), την άσκηση και σίγουρα την αποφυγή ή τον έλεγχο άλλων παραγόντων κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα όπως την υπέρταση, διαβήτη και το κάπνισμα. Βεβαίως, η λήψη προληπτικών μέτρων από νεαρή ηλικία είναι το πιο ιδανικό μέτρο για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των κλινικών συνεπειών της στεφανιαίας νόσου. Στις περιπτώσεις όπου μπορεί να συνυπάρχουν πολλαπλοί παράγοντες κινδύνου για στεφανιαία νόσο, καθορίζεται πιο επιθετική  φαρμακευτική αντιμετώπιση για να επιτευχθούν χαμηλότερα επίπεδα  LDL χοληστερόλης.

Στο Τμήμα Καρδιαγγειακής Γενετικής του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου (ΙΝΓΚ) διεξάγεται γενετικός διαγνωστικός έλεγχος για την οικογενή υπερχοληστερολαιμία. Το έτος 2000, το Τμήμα Καρδιαγγειακής Γενετικής του ΙΝΓΚ δημοσίευσε την πρώτη πιλοτική μελέτη του κυπριακού πληθυσμού περιγράφοντας 23 οικογένειες με κλινική διάγνωση οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας σε συνεργασία με ιατρούς των δημόσιων νοσηλευτηρίων της Λευκωσίας. Η μελέτη αυτή, εντόπισε 3 διαφορετικές μεταλλάξεις στις οικογένειες αυτές, και  απέδειξε τη συσχέτιση μεταξύ της γεωγραφικής καταγωγής ενός προσώπου με συγκεκριμένη μετάλλαξη στο γενετικό του υλικό. Δηλαδή, άτομα με οικογενή υπερχοληστερολαιμία τα όποια κατάγονταν από τις ίδιες γεωγραφικές περιοχές της Κύπρου είχαν κληρονομήσει την ίδια μετάλλαξη. Επιπρόσθετη μοριακή ανάλυση ένθεν και ένθεν της μετάλλαξης ανέδειξε ότι αυτά τα άτομα είχαν ένα κοινό πρόγονο ή καταγωγή.  Αυτή είναι μια συσχέτιση που αντικατοπτρίζει τις κοινωνικές συνήθειες και κουλτούρα του πληθυσμού μας γενικότερα. Σημειώνεται ότι στη διεκπεραίωση της πιο πάνω μελέτης, εντοπίσθηκε και περίπτωση ομόζυγου οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας. Το  Τμήμα Καρδιαγγειακής Γενετικής, συνεργάστηκε και με το Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων για πολλά χρόνια προσφέροντας την γενετική διάγνωση για δείγματα ατόμων με οικογενή υπερχοληστερολαιμία από την Ελλάδα και Αλβανία. Οι μελέτες αυτές, κατέληξαν και στο συμπέρασμα ότι το είδος της μετάλλαξης στον υποδοχέα της LDL χοληστερόλης σε ένα άτομο επηρεάζει την ανταπόκρισή του στην φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνει. Ως εκ τούτου, η γενετική διάγνωση πρέπει να θεωρείται ένα σημαντικό εργαλείο τόσο για την επιβεβαίωση της κλινικής διάγνωσης της οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας όσο και για την πρόβλεψη στην ανταπόκριση που μπορεί να έχει ένα άτομο στην θεραπεία που θα λαμβάνει για αυτή τη νόσο.

Τέλος, μέσω της γενικής ενημέρωσης για την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία οι ανεπιθύμητες σοβαρές κλινικές επιπτώσεις της οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας μπορούν να αποφευχθούν αποτελεσματικά βελτιώνοντας, ταυτόχρονα, το επίπεδο ζωής των συνανθρώπων μας που πάσχουν από αυτή τη νόσο.




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.



Newsletter











1714