Πόσο έτοιμα είναι τα Γενικά Νοσοκομεία για να αντιμετωπίσουν την επιδημία;


ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΙΩΣΗΦ ΜΟΥΤΗΡΗ*

Τα γενικά νοσοκομεία αποτελούσαν πάντοτε τη ραχοκοκκαλιά της δημόσιας υγείας. Αυτό διεφάνη από την ανεξαρτησία της Κύπρου όχι μόνο σε περίοδο ειρήνης αλλά κυρίως σε περίοδο συγκρούσεων με αποκορύφωμα την τραγική περίοδο Ιουλίου-Αυγούστου 1974.

Η πρόσφατη κρίση λόγω της απειλής για επιδημία από λοιμώξεις αναπνευστικού, αιτία του νέου κορωνο-ιού, έφερε ξανά στο προσκήνιο το σημαντικό ρόλο των γενικών νοσοκομείων.

Η αρχική πρόθεση του Υπουργείου να χρησιμοποιήσει το Νοσοκομείο Κυπερούντας (ή Νοσοκομείο Τροόδους όπως καλείται εδώ και λίγο καιρό), ήταν θετική, με την έννοια ότι το συγκεκριμένο νοσοκομείο έχει σχετική εμπειρία αφού λειτούργησε, επί Βρετανικής κυριαρχίας και μετά, ως νοσοκομείο στηθικών νοσημάτων κυρίως φυματίωσης, η οποία ήταν σε έξαρση τη χρονική εκείνη περίοδο.

Η δεύτερη σκέψη για χρησιμοποίηση του Γενικού Νοσοκομείου Αμμοχώστου έχει μεγαλύτερη επιστημονική βαρύτητα καθότι η διαμόρφωση του επιτρέπει τη νοσηλεία περιστατικών που θα ήταν δύσκολο να αντιμετωπιστούν κατάλληλα σε ένα μικρό νοσοκομείο όπως αυτό της Κυπερούντας. Η επιλογή ενός γενικού νοσοκομείου προσδίδει όμως και μια άλλη σημασία, αυτή του μεγέθους των αναμενόμενων επιπτώσεων από την επιδημία, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη το γεγονός ότι η Κύπρος δεν διαθέτει εξειδικευμένο νοσοκομείο λοιμωδών νοσημάτων, ρόλο που προφανώς θα αναλάβει το Νοσοκομείο Αμμοχώστου.

Η κρίση του κορωνο-ιού βρήκε τα γενικά νοσοκομεία ανέτοιμα να ανταποκριθούν. Ανέτοιμα για να ανταποκριθούν γενικά σε μια κρίση ή σε μια επιδημία, όχι κατ´ ανάγκη αυτή του συγκεκριμένου ιού.

Τα εργαστήρια δεν ήταν σε θέση να στηρίξουν τον μεγάλο αριθμό αναλύσεων που απαιτείται, γι’ αυτό και το Υπουργείο απευθύνθηκε στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής. Θα ήταν όμως σοφότερο παράλληλα με την εργαστηριακή στήριξη του Ινστιτούτου, το Υπουργείο να προετοίμαζε τα γενικά νοσοκομεία κατά τρόπο που να μπορούν να κάνουν το screening test στους ύποπτους με κορωνο-ιό, το οποίο εάν διεγιγνώσκετο ως θετικό θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί στο Ινστιτούτο. Ίσως υπάρχει ακόμη χρόνος για να γίνει κάτι τέτοιο.

Επιπρόσθετα, θα έπρεπε στο κάθε ένα από τα γενικά νοσοκομεία Λευκωσίας, Λεμεσού, Λάρνακας και Πάφου, να διαμορφωθεί κατάλληλος θάλαμος, να ενισχυθεί με προσωπικό, με κατάλληλες στολές και άλλα αναλώσιμα και εξοπλισμό, για να νοσηλεύουν τα ύποπτα περιστατικά, σε αναμονή της επιβεβαίωσης ή μη της νόσου.

Κάτι τέτοιο δυστυχώς δεν έγινε, υπάρχει όμως ακόμη χρόνος για να γίνει αφού η επιδημία ήρθε για να μείνει για κάποιο ακαθόριστο χρονικό διάστημα.

Το κλείσιμο για 48 ώρες των Γενικών Νοσοκομείων Λευκωσίας και Λεμεσού, που έγινε την περασμένη Δευτέρα και Τρίτη αντίστοιχα, μάλλον βεβιασμένη ενέργεια θα μπορούσε να θεωρηθεί, παρά ουσιαστική πράξη προς την κατεύθυνση ελέγχου της επιδημίας. Είναι προτιμότερη η ενίσχυση παρά το κλείσιμο των νοσοκομείων σε τέτοιες περιπτώσεις.

Βρισκόμαστε στην αρχή της επιδημίας. Οι επιπτώσεις και το μέγεθος δεν μπορούν ακόμη να προβλεφθούν. Ως Πολιτεία αλλά και ως Επιστημονική κοινότητα οφείλουμε να λάβουμε τα αναγκαία μέτρα για να ανταπεξέλθουμε με τις λιγότερο δυνατές απώλειες από την κρίση.

Η κατάλληλη προετοιμασία των γενικών νοσοκομείων θα συμβάλει αναμφίβολα προς την ορθή κατεύθυνση.

MD, MSc, PhD, FESC

Διευθυντής Καρδιολογικής Κλινική Γενικού Νοσοκομείου Πάφου

Κλινικός Καθηγητής Ιατρικής, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.



Newsletter











989