ΤΟΥ ΜΑΜΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ*
Συμπληρώθηκαν τρία χρόνια από την εισαγωγή του ΓεΣΥ που δικαιολογημένα θεωρείται η σημαντικότερη κοινωνική μεταρρύθμιση από συστάσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας. Χωρίς αμφιβολία η λειτουργία του άλλαξε πλήρως το υγειονομικό περιβάλλον στην Κύπρο. Η επέτειος «γιορτάστηκε» δικαίως με έρευνες ικανοποίησης, συνεντεύξεις τύπου και δημοσιεύσεις στα μέσα ενημέρωσης. Από μια διαφορετική οπτική θα μπορούσαμε να πούμε ότι το νέο σύστημα υγείας διέτρεξε την τριετία της αθωότητάς του μέσα σε ένα σχεδόν πανηγυρικό κλίμα, υλοποιώντας μια μεταρρύθμιση που πολύ καθυστέρησε, αφού αναμενόταν για περισσότερα από πενήντα χρόνια. Αφήνοντας κατά μέρος τις αρχικά αρνητικές αντιδράσεις των γιατρών, των ασφαλιστικών εταιρειών και των εργοδοτών, είδαμε στην πορεία το σύνολο σχεδόν των επαγγελματιών υγείας να εντάσσεται στο ΓεΣΥ, τους σφοδρότερους πολέμιους του νέου συστήματος να μετατρέπονται σε διαπρύσιους υποστηρικτές του και τους πολίτες-δικαιούχους να δηλώνουν σε ποσοστά υψηλότερα του 90% ικανοποιημένοι από το νέο σύστημα.
Πέραν όμως των επετειακών πανηγυρισμών και της ικανοποίησης των δικαιούχων, άρχισαν να εμφανίζονται κάποια προβλήματα όπως λίστες αναμονής σε κάποιες ειδικότητες, φαινόμενα αυξημένων παραπομπών και υπερσυνταγογράφησης, και κοντά σ’ αυτά, περιπτώσεις καταστρατήγησης του συστήματος από παρόχους αλλά και ανεξέλεγκτης προσφυγής και χρήσης/κατάχρησης υπηρεσιών από τους δικαιούχους. Μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο φαίνεται ότι έρχονται αναπόδραστα στο προσκήνιο οι δύο μεγάλοι κίνδυνοι/προκλήσεις: εκείνος της αυτονόμησης των δημόσιων νοσοκομείων και εκείνος της βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας του συστήματος σε βάθος χρόνου. Για το πρώτο δεν φαίνεται να έχει γίνει κάποιο βήμα προς τα εμπρός.
Οι επισημάνσεις της πρόσφατης έκθεσης της Ελεγκτικής Υπηρεσίας είναι σαφείς. Τα δημόσια νοσοκομεία “έχασαν” ασθενείς υπέρ των ιδιωτικών, ενώ τα έξοδά τους αυξήθηκαν λόγω των οριζόντιων αυξήσεων που δόθηκαν στους γιατρούς. Είναι δύο μεγάλα θέματα που συνδέονται έστω και αν ο ΟΑΥ επικαλείται συχνά τον «κόφτη» του σφαιρικού προϋπολογισμού. Βέβαια αυτό δεν ισχύει πλήρως, γιατί αν τα δημόσια νοσοκομεία δεν καταφέρουν να αυτονομηθούν οικονομικά, τα ελλείμματά τους θα τα καλύψει ο κρατικός προϋπολογισμός, γιατί κανείς δεν θεωρεί πιθανό ότι μπορεί κάποιο νοσοκομείο να κλείσει επειδή θα είναι ελλειμματικό.
Οι μεγάλες προκλήσεις του ΓεΣΥ δεν είναι μόνο η διατήρηση της φιλοσοφίας του και των θεμελιωδών του αρχών αλλά και η οικονομική του βιωσιμότητα. Είναι γνωστό ότι η υγεία με την οικονομία βρίσκονται πάντοτε σε διαρκή σύγκρουση. Αυτό δεν φαίνεται να ισχύει στην περίπτωση της Κύπρου, αφού φτάσαμε στο σημείο να έχουμε αναλογικά τους καλύτερα αμειβόμενους γιατρούς στην Ευρώπη, να προσθέτουμε αλόγιστα καινούργιες υπηρεσίες στο καλάθι των παροχών, και ουσιαστικά να “επιδοτούμε” την ιδιωτική ασφάλιση υγείας, η οποία μπορεί να απώλεσε μερικές χιλιάδες συμβόλαια με τη λειτουργία του ΓεΣΥ, όμως οι νέες συνθήκες της αγοράς όχι μόνο της επέτρεψαν μείωση ασφαλίστρων αλλά και αυξημένα περιθώρια κέρδους. Και αυτό λόγω της ελαχιστοποίησης των απαιτήσεων (claims) εκ μέρους των ασφαλισμένων αφού σχεδόν τα πάντα καλύπτονται από το ΓεΣΥ, ο δε ιδιωτικός τομέας που επέλεξε να παραμείνει εκτός ΓεΣΥ είναι πολύ περιορισμένος.
Ορθώς ο ΟΑΥ έλαβε κάποια περιοριστικά μέτρα τόσο προς τους παρόχους όσο και τους δικαιούχους όπως: α) η μείωση των επισκέψεων ανά παραπεμπτικό προσωπικού γιατρού από τρεις σε δύο επισκέψεις (στο μέλλον θα μπορούσε να περιοριστεί και σε μία), β) το όριο που τέθηκε στον αριθμό επισκέψεων ετησίως στους προσωπικούς γιατρούς και παιδιάτρους με βάση την ηλικία του δικαιούχου, γ) οι περιορισμοί στους δικαιούχους για προληπτικές και διαγνωστικές εξετάσεις στη βάση ιατρικών πρωτοκόλλων, δ) οι περιορισμοί στους παρόχους στα τεστ και τις ειδικές εξετάσεις που μπορεί να γίνονται κατά τη διάρκεια της επίσκεψης στους γιατρούς ειδικοτήτων, ε) αυστηρότεροι έλεγχοι των απαιτήσεων και στ) επιτόπιοι έλεγχοι στα συμβεβλημένα νοσοκομεία. Πιστεύω ότι θα χρειαστούν περισσότερα και αυστηρότερα μέτρα, εάν θέλουμε πραγματικά να διασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα του ΓεΣΥ μακροχρόνια.
Η ανάγκη προστασίας του νέου συστήματος αποτελεί ευθύνη και υποχρέωση όχι μόνο του Υπουργείου και του ΟΑΥ, αλλά επίσης των παρόχων και των δικαιούχων. Πέραν των μέτρων που έχουν ληφθεί και θα ληφθούν στο μέλλον, θα χρειαστεί μια στοχευμένη καμπάνια ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, όχι μόνο των παρόχων αλλά και των δικαιούχων με βασικό στόχο την αποφυγή των καταχρήσεων. Σ’ αυτή την καμπάνια η βοήθεια του Παγκύπριου Ιατρικού Συλλόγου και της Ομοσπονδίας Συνδέσμων Ασθενών Κύπρου θα είναι καθοριστική.
*Καθηγητής Πολιτικής Υγείας και τέως ακαδημαϊκός υπεύθυνος του μεταπτυχιακού προγράμματος “Πολιτική Υγείας & Σχεδιασμός Υπηρεσιών Υγείας” του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου
Λ. Χριστοφίδης:
Jul 02, 2022 at 09:03 AM
Σοφά σχόλια,
που καλά θα κάναμε να ακούσουμε όλοι, ιδίως οι ιθύνοντες. Η ανθρώπινη φύση δεν μας επιτρέπει πάντα να αντιληφθούμε ότι ατομικές πράξεις, απαναλαμβανόμενες και από άλλους, μπορούν να οδηγήσουν σε δυσάρεστα συνολικά αποτελέσματα.
Χ Καμπουρης:
Jul 04, 2022 at 09:54 AM
Το Γεσυ στοχευσε στην ποσοτητα και όχι στην ποιοτητα.
Χρειάζεται ριζικές αλλαγές .Όσο κρυβόμαστε πίσω απο το δάκτυλο μας και δεν τολμούμε πούμε αλήθειες (ιδιαιτερα οι γιατροι),το συστημα θα διολισθαινει.
Εισηγήσεις υπάρχουν, αλλά έχουν πολιτικό κόστος.