Ο ρόλος του γενικού νοσοκομείου στο νέο Σύστημα Υγείας


ΤΟΥ ΔΡΟΣ ΙΩΣΗΦ Α. ΜΟΥΤΗΡΗ*

Αναμφίβολα, το ΓεΣΥ έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μεγάλες αλλαγές στη διαχείριση των προβλημάτων υγείας. Έχει διαμορφώσει μια νέα πολιτική Υγείας που για να πετύχει χρειάζεται και η ανάλογη προσαρμογή, η δημιουργία μιας νέας κουλτούρας Υγείας.

Από την 1η Ιουνίου 2019, που το ΓεΣΥ τέθηκε σε εφαρμογή, η επίσκεψη σε ειδικό ιατρό, γίνεται ελεύθερα από τον ίδιο τον ασθενή, αρκεί ο ιατρός να έχει συνάψει συμβόλαιο με τον ΟΑΥ, τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας, ο οποίος καταβάλλει και την αμοιβή στον ειδικό ιατρό.

Ενώ η αμοιβή του προσωπικού ιατρού που επίσης καταβάλλεται από τον ΟΑΥ είναι πάγια και σχετίζεται, όχι με τον αριθμό των επισκέψεων αλλά με τον συνολικό αριθμό πολιτών που συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο του προσωπικού ιατρού, η αμοιβή του ειδικού ιατρού γίνεται στη βάση της ιατρικής πράξης, κατόπιν συμφωνίας του ΟΑΥ με τον ΠΙΣ και τις Επιστημονικές Εταιρείες.

Στους πρώτους δύο μήνες λειτουργίας του ΓεΣΥ έχει δημοσιευθεί σε εφημερίδες ότι η αμοιβή ορισμένων ειδικών ιατρών ήταν υπερβολικά μεγάλη και προσέγγισε σε κάποιες περιπτώσεις το ποσό των 100 χιλιάδων το μήνα.

Αυτό σίγουρα είναι υπερβολικό ποσό που είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από τις ετήσιες απολαβές οποιουδήποτε ειδικού ιατρού του δημοσίου.

Εάν αυτό αληθεύει τότε δημιουργούνται συνθήκες άνισης αμοιβής των ιατρών, δηλαδή μεταξύ των ιδιωτών ειδικών ιατρών του ΓεΣΥ και των δημοσίων ειδικών ιατρών του ΓεΣΥ, των οποίων η αμοιβή υπό τις καλύτερες συνθήκες δεν υπερβαίνει τις 4 χιλιάδες το μήνα.

Στο στάδιο που διανύουμε συνεπώς δηλαδή της πρώτης φάσης του ΓεΣΥ, η αμοιβή τόσο για τους προσωπικούς όσο και για τους ειδικούς ιατρούς του δημοσίου, θα πρέπει να τροποποιηθεί κατά τρόπο που να προσεγγίζει τη μέση αμοιβή του ιδιώτη προσωπικού και ειδικού ιατρού, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί μέσα από τις συμφωνίες και στη βάση της εμπειρίας των πρώτων μηνών λειτουργίας του ΓεΣΥ.

Αυτό σε αριθμούς σημαίνει, μέχρι 125 χιλιάδες το χρόνο για τον προσωπικό ιατρό και μέχρι 150 χιλιάδες το χρόνο για τον ειδικό ιατρό.

Είναι σε θέση το Κράτος να καταβάλει αυτή την αμοιβή στους ιατρούς του δημοσίου;

Εάν όχι, τότε πολύ φοβάμαι πως στους επόμενους λίγους μήνες το κύμα φυγής από τα δημόσια νοσοκομεία θα αυξηθεί σε σημείο που αυτά να μην είναι βιώσιμα πια.

Τον Ιούνιο 2020 θα τεθεί σε εφαρμογή η δεύτερη φάση του ΓεΣΥ.

Οι ασθενείς θα δικαιούνται τότε να νοσηλεύονται στα ιδιωτικά νοσοκομεία χωρίς επιβάρυνση, πέραν της εισφοράς στο ΓεΣΥ, όπως ακριβώς νοσηλεύονταν μέχρι τώρα οι δικαιούχοι στα δημόσια νοσοκομεία.

Η εντυπωσιακή αυτή αλλαγή θα υποχρεώσει τα γενικά νοσοκομεία να τροποποιήσουν τους ρυθμούς και το ωράριο λειτουργίας τους, για να παραμείνουν βιώσιμα σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον.

Να γίνουν πιο ευέλικτα. Να λειτουργήσουν με τους όρους ενός ιδιωτικού οργανισμού.

Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να λειτουργήσουν σε καθημερινή βάση τα ιατρεία και τα εργαστήρια. Θα πρέπει να βελτιωθεί το σύστημα των ραντεβού που να είναι φιλικό και όχι αποτρεπτικό για τον ασθενή. Θα πρέπει να βελτιωθούν δραστικά οι χώροι υποδοχής και οι θάλαμοι νοσηλείας, οι οποίοι να ελκύουν και όχι να διώχνουν τον ασθενή και τον επισκέπτη. Νέες υπηρεσίες θα πρέπει να εισαχθούν. Η συνεργασία με τις ιατρικές σχολές για προπτυχιακή και μεταπτυχιακή εκπαίδευση θα πρέπει να αναπτυχθεί σε καλύτερο επίπεδο απ´ ότι σήμερα. Η συμμετοχή σε διεθνείς ερευνητικές μελέτες επίσης θα πρέπει να διευρυνθεί.

Με άλλα λόγια, το δημόσιο νοσοκομείο θα πρέπει να αναζητήσει νέο ρόλο που να επιτρέψουν να συνεχίσει να είναι στο επίκεντρο της δημόσιας υγείας.

Θα μπορέσει ο ΟΚΥπΥ να προβεί σε αυτές τις αλλαγές έγκαιρα;

* MD, MSc, PhD, FESC

Βοηθός Διευθυντής Καρδιολογικής Κλινικής ΓΝ Πάφου

Κλινικός Καθηγητής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

(email: moutiris.j@unic.ac.cy)

 




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.



Newsletter











1043