Επ. Διοικήσεως: Αδικαιολόγητες καθυστερήσεις εξέτασης αιτημάτων από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου


Αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εξέταση αιτημάτων και έκδοσης αποφάσεων από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου, διαπιστώσει η Επίτροπος Διοικήσεως, Ελίζα Σαββίδου.

Σ’ έκθεσή της, με αφορμή παράπονο που υποβλήθηκε στο Γραφείο της αναφορικά με καταγγελόμενη καθυστέρηση εξέτασης αιτήματος για αναγνώριση της ειδικότητας της Ορθοπεδικής και Τραυματολογίας στον παραπονούμενο, η κ. Σαββίδου σημειώνει πως ο χρόνος που απαιτήθηκε για την ολοκλήρωση της εξέτασης της αίτησης δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογος, διαμηνύοντας πως δεν νοείται, για τη λήψη μιας απόφασης από την οποία εξαρτώνται αποκλειστικά τα επαγγελματικά δικαιώματα ενός προσώπου, να απαιτείται τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Ταυτοχρόνως, η Επίτροπος Διοικήσεως κρίνει ως ανεπαρκή αιτιολογία αυτό που το εμπλεκόμενο Συμβούλιο ανέφερε σε προς εκείνη επιστολή του, ότι «τα μέλη του συνεδριάζουν μία ή δύο φορές το μήνα, χωρίς να έχουν οποιοδήποτε οικονομικό όφελος, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις αφήνουν τα ιατρεία τους, ώστε να συμμετάσχουν στις συνεδρίες του».

Αναλυτικά, η υπόθεση που εξέτασε η Επίτροπος Διοικήσεως και η απόφαση της, έχει ως εξής: Ο κ. Χ. Χ., εκ μέρους του γιου του Θ. Χ., με επιστολή του ημερ. 14 Μαΐου 2014, υπέβαλε παράπονο κατά του Ιατρικού Συμβουλίου Κύπρου, αναφορικά με καθυστέρηση η οποία, κατά τη θέση του, σημειώθηκε εκ μέρους του εμπλεκόμενου Συμβουλίου, για εξέταση του αιτήματος του κ. Θ. Χ., για αναγνώριση σε αυτόν της ειδικότητας της Ορθοπεδικής και Τραυματολογίας.

Το σχετικό αίτημα υποβλήθηκε στο εμπλεκόμενο Συμβούλιο την 3η Ιανουαρίου 2013 και, για υποστήριξή του, στην αίτηση επισυνάφθηκε αριθμός εγγράφων τα οποία, κατά τον παραπονούμενο τεκμηρίωναν μεταπτυχιακή εκπαίδευση σε νοσοκομεία του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Έφορος και η Γραμματεία του Ιατρικού Συμβουλίου Κύπρου, κατόπιν οδηγιών του Ιατρικού Συμβουλίου Κύπρου, προκειμένου να υποβληθεί το αίτημά του στο εμπλεκόμενο Συμβούλιο για σκοπούς εξέτασης, του ζήτησαν να προσκομίσει Τίτλο Ειδικότητας στην Ορθοπεδική, ο οποίος του είχε χορηγηθεί στη χώρα όπου έτυχε μεταπτυχιακής εκπαίδευσης και ο οποίος θα τον καθιστούσε ειδικό στη χώρα αυτή.

Λόγω του ότι κρίθηκε πως ο παραπονούμενος δεν κατείχε τίτλο ειδικότητας, όπως αυτός καθορίζεται από τον Καν. 8Α των περί Ιατρών (Ειδικά Προσόντα) Κανονισμών του 2003 μέχρι 2014, ο ίδιος ζήτησε την παρέμβαση της πρώην Υπουργού Δρ. Α. Αγρότου, προκειμένου το εμπλεκόμενο Συμβούλιο να εγκρίνει τη χορήγηση τίτλου ειδικότητας, σύμφωνα με τον Καν. 3(Α)(ιι) των πιο πάνω Κανονισμών, υποστηρίζοντας ότι τα έγγραφα που προσκόμισε από τη χώρα που εκπαιδεύτηκε παρέχουν ένδειξη ειδικής επιστημονικής κατάρτισής του σε κλάδο της ιατρικής. Ήταν η θέση του ότι το έγγραφο που τεκμηρίωνε κάτι τέτοιο ήταν το πιστοποιητικό επιτυχίας του στις εξετάσεις που διενήργησε το Intercollegiate Specialty Board in Trauma and Orthopaedic Surgery.

Η υπό αναφορά πρώην Υπουργός συγκάλεσε στις 14 Ιανουαρίου 2013 σύσκεψη στο Υπουργείου Υγείας, με όλους τους εμπλεκόμενους, για συζήτηση του θέματος. Στη σύσκεψη παρευρέθηκε και εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, η οποία υποστήριξε ότι το Ιατρικό Συμβούλιο μπορούσε να εξετάσει το αίτημά του παραπονούμενου με βάση τον Καν.3(α) των υπό αναφορά Κανονισμών (ιι), εφόσον ο ίδιος επιθυμούσε να εργαστεί μόνο στην Κύπρο.

Το Ιατρικό Συμβούλιο, σε συνεδρίες του ημερ. 10 Απριλίου, 20 Ιουλίου και 12 Σεπτεμβρίου 2013 εξέτασε το αίτημα, αφού είχε συνάντηση με τον παραπονούμενο κατά την πρώτη υπό αναφορά συνεδρία, κρίνοντας ότι θα έπρεπε να ζητηθούν περαιτέρω διευκρινίσεις από το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, ώστε να διευκολυνθεί η εξέταση του αιτήματος. Για το όλο θέμα ο παραπονούμενος τύγχανε ενημέρωσης, τόσο προφορικά όσο και γραπτώς.

Η απάντηση της Νομικής Υπηρεσίας δόθηκε την 7η Μαρτίου 2014, το δε Ιατρικό Συμβούλιο, στην συνεδρία του ημερ. 5 Ιουνίου 2014 επανεξέτασε το θέμα και για τη ληφθείσα απόφαση ενημέρωσε το παραπονούμενο με επιστολή του ημερ. 25 Ιουνίου 2014. Στο μεταξύ, όμως, ο παραπονούμενος, με νέες επιστολές του, ημερ. 24 Ιουνίου και 26 Ιουνίου 2014, υπέβαλε νέα στοιχεία ενώπιον του Ιατρικού Συμβουλίου για εξέταση, τα οποία θα έπρεπε να τύχουν διερεύνησης.

Μετά την εν λόγω διερεύνηση, το αίτημά του έγινε αποδεκτό και του αναγνωρίστηκε η ειδικότητα της Ορθοπεδικής και Τραυματολογίας, το Σεπτέμβριο του 2014, οπότε και έτυχε σχετικής γραπτής ενημέρωσης.

Το πόρισμα…

«Από τα πιο πάνω, συμπέρασμα περί παράνομης δράσης του εμπλεκόμενου Συμβουλίου δεν μπορεί να εξαχθεί», αναφέρει στην Έκθεσή της η Επίτροπος Διοικήσεως. «Ωστόσο», συνεχίζει, «ο χρόνος που απαιτήθηκε για την ολοκλήρωση της εξέτασης της αίτησής δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογος. Δεν νοείται, για τη λήψη μιας απόφασης από την οποία εξαρτώνται αποκλειστικά τα επαγγελματικά δικαιώματα ενός προσώπου, να απαιτείται τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Ούτε και αποτελεί επαρκή αιτιολογία αυτό που το εμπλεκόμενο Συμβούλιο ανέφερε σε προς εμένα επιστολή του, ότι ‘’τα μέλη του συνεδριάζουν μία ή δύο φορές το μήνα, χωρίς να έχουν οποιοδήποτε οικονομικό όφελος, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις αφήνουν τα ιατρεία τους, ώστε να συμμετάσχουν στις συνεδρίες του’’. Αποτελεί υποχρέωσή τους, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων που τα μέλη του, αποδεχόμενα το διορισμό τους, έχουν αναλάβει, με βάση και το άρθρο 10 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, να ασκούν τις εν λόγω αρμοδιότητες σε εύλογο χρόνο, ώστε η οποιαδήποτε απόφαση τους να είναι επίκαιρη. Εκφράζω την άποψη ότι αν με τη συχνότητα με την οποία συνεδριάζει το Συμβούλιο, απαιτείται τόσος χρόνος για να αποφασίσει επί των αιτήσεων αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων των ιατρών, το ίδιο χρειάζεται να επανεξετάσει τη συχνότητα αυτή. Γιατί, στο τέλος, το κόστος της καθυστέρησης που φαίνεται να σημειώνεται (και που δεν είναι καθόλου αμελητέο) είναι οι ιατροί που το υφίστανται, χωρίς καμία δική τους ευθύνη.

Δεν θα παραλείψω να αναφερθώ και στο γεγονός ότι ενώ το υπό αναφορά παράπονο εκκρεμούσε στο Γραφείο μου και ενώ απέστειλα επιστολή από τον Αύγουστο 2014, προκειμένου να πληροφορηθώ για τις τυχόν εξελίξεις, οποιαδήποτε απάντηση δεν έλαβα. Όταν, τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους έστειλα υπενθυμητική επιστολή, πληροφορήθηκα τηλεφωνικώς ότι η αίτηση του παραπονούμενου είχε γίνει αποδεκτή από το Σεπτέμβριο, εκ παραδρομής, όμως, δεν έτυχα οποιασδήποτε ενημέρωσης. Θέλω να πιστεύω ότι το άρτι διορισθέν Συμβούλιο θα λάβει σοβαρά υπόψη όσα περιλαμβάνονται στην παρούσα και ότι θα καταβληθεί εκ μέρους του κάθε δυνατή προσπάθεια αποφυγής φαινομένων όπως το υπό κρίση».




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.



Newsletter











383