Η απόφαση του Διοικ. Δικαστηρίου στην προσφυγή δρος Γεωργίου κατά Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατρών


 Μετά τη χθεσινή ανακοίνωση του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατρών  για την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου να απορρίψει την προσφυγη του δρος Τ. Γεωργίου κατά του Συμβουλίου για την ποινή που του επιβλήθηκε (αναστολή της ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος για τρεις μήνες και επιπλέον χρηματικό πρόστιμο,) το Ygeia News δημοσιεύει αυτούσια την απόφαση του Διοιικητικού ΔΙκαστηρίου.

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 158/2019)

  7 Νοεμβρίου 2019

 [Ε. ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Μεταξύ:

ΔΡ XXXX ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Αιτητής,

-ΚΑΙ-

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΙΑΤΡΩΝ

Καθ' ου η αίτηση.

...........

Γ. Γεωργιάδης, μαζί με Ντ. Βαρωσιώτου (κα) και Ν. Γεωργιάδη (ασκ. δικηγόρο), για Γ. Γεωργιάδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.

Ν. Θεοδώρου, για το καθ' ου η αίτηση.

  Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ε. ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά από το Δικαστήριο τις ακόλουθες θεραπείες:-

«Α. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή πράξη των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 19/12/2018 διά της οποίας ο Αιτητής κρίθηκε πειθαρχικά ένοχος στις 4 κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον του είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Β. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή πράξη των Καθ' ων η Αίτηση με φερόμενη ημερομηνία 04/02/2019 η οποία όμως εκφωνήθηκε 06/02/2019 δια της οποίας οι Καθ' ων η Αίτηση επέβαλαν στον Αιτητή πειθαρχική ποινή α) αναστολής της εξασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος για τρείς μήνες στην 1η κατηγορία β) πρόστιμο €2.000 σε έκαστη των κατηγοριών 2, 3 και 4 πλέον έξοδα της πειθαρχικής διαδικασίας €6.100, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Γ. Οποιαδήποτε άλλη και/ή περαιτέρω θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο κρίνει κατάλληλο υπό τις περιστάσεις.»

Ο αιτητής, είναι εγγεγραμμένο στο Ιατρικό Μητρώο πρόσωπο, ως ασκών το ιατρικό επάγγελμα του οφθαλμίατρου.

Με επιστολή ημερομηνίας 20.11.2014, η Οφθαλμολογική Εταιρεία Κύπρου υπέβαλε, δια του Προέδρου της Δρ Κοντού, σχετική καταγγελία προς το Συμβούλιο του Ιατρικού Σώματος, εναντίον του αιτητή «.Με αφορμή πρόσφατα δημοσιεύματα και διαφημίσεις στον τύπο για τα αποτελέσματα κλινικών ερευνών που διενεργήθηκαν στη Κύπρο από τον οφθαλμίατρο Δρ ΧΧΧΧ Γεωργίου και τους συνεργάτες του [.]».

 

Το Συμβούλιο του Ιατρικού Σώματος, κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 10.9.2015, αποφάσισε το διορισμό του Δρος Β. Οικονόμου, ως ερευνώντος λειτουργού, προκειμένου να διερευνήσει το ενδεχόμενο διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος εκ μέρους του αιτητή, απόφαση που κοινοποιήθηκε στον ερευνώντα λειτουργό με την επιστολή ημερομηνίας 27.10.2015

Με επιστολή ίδιας ημερομηνίας, η οποία εστάλη και με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στις 29.10.2015, ενημερώθηκε και ο αιτητής για την απόφαση του Συμβουλίου προς έναρξη πειθαρχικής έρευνας εναντίον του, καθώς και για το διορισμό του συγκεκριμένου ιατρού, ως ερευνώντος λειτουργού.

Ο αιτητής, με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 23.11.2015, υπέβαλε προς τον ερευνώντα λειτουργό γραπτώς τις θέσεις του, ως προς τις εναντίον του διατυπωμένες καταγγελίες της Οφθαλμολογικής Εταιρείας Κύπρου.

Ο ερευνών λειτουργός ετοίμασε το πόρισμά του, το οποίο παρουσίασε κατά τη συνεδρία του Συμβουλίου του Ιατρικού Σώματος ημερομηνίας 11.2.2016, το οποίο αποφάσισε ομόφωνα την παραπομπή της υπόθεσης στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, ενώ κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 11.5.2017, αποφασίστηκε η σύνταξη του κατηγορητηρίου.

Κατά τη συνεδρία του Συμβουλίου του Ιατρικού Σώματος ημερομηνίας 20.7.2017, εγκρίθηκε ομόφωνα το κατηγορητήριο, ως ακολούθως:

«ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

Επίδειξη στα πλαίσια της ιδιότητας του διωκόμενου ως Ιατρού διαγωγής ασυμβίβαστης με το ιατρικό επάγγελμα κατά παράβαση του Άρθρου 4(1 )(β) του Περί Ιατρών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείου Συντάξεως) Νόμου, σε συνδυασμό με το Άρθρο 16 του Περί της Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Αξιοπρέπειας του Ανθρώπου αναφορικά με την εφαρμογή της Βιολογίας και Ιατρικής (Κυρωτικού) και άλλες συναφείς με την εφαρμογή της Σύμβασης Νόμου του 2001 και με το Άρθρο 14 του Περί της Κατοχύρωσης και της Προστασίας των Δικαιωμάτων των Ασθενών Νόμου.

Λεπτομέρειες Αδικήματος

Περί το 2014 ο διωκόμενος Ιατρός διεξήγε κλινική έρευνα σε σχέση με την χρήση των ωμέγα - 3 λιπαρών οξέων για τις χρόνιες παθήσεις των ματιών που οφείλονται στις φλεγμονές, χωρίς προηγουμένως να εξασφαλίσει, ως όφειλε, την έγκριση της Επιτροπής Βιοηθικής Κύπρου.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

Επίδειξη στα πλαίσια της ιδιότητας του διωκόμενου ως Ιατρού διαγωγής ασυμβίβαστης με το ιατρικό επάγγελμα κατά παράβαση του Άρθρου 4(1) (β) του Περί Ιατρών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείου Συντάξεως Νόμου), σε συνδυασμό με το Άρθρο 22 του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου Κεφ. 250.

Λεπτομέρειες Αδικήματος

Ο διωκόμενος Ιατρός κατά ή περί την 26.10.2014 προέβηκε σε διαφήμιση του εαυτού του ότι ασκεί το επάγγελμα της Ιατρικής μέσω καταχώρησης στο περιοδικό Downtown υπό τον τίτλο «Νέα θεραπεία σταματά την απώλεια της όρασης και τη βελτιώνει σε παθήσεις όπως της ωχρός κηλίδας και των οπτικών νευροπαθειών».

ΤΡΙΤΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

Επίδειξη στα πλαίσια της ιδιότητας του διωκόμενου ως Ιατρού διαγωγής ασυμβίβαστης με το ιατρικό επάγγελμα κατά παράβαση του Άρθρου 4(1) (β) του Περί Ιατρών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείου Συντάξεως Νόμου), σε συνδυασμό με Άρθρο 22 του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου Κεφ. 250.

Λεπτομέρειες Αδικήματος

Ο διωκόμενος Ιατρός κατά ή περί την 2.11.2014 προέβηκε σε διαφήμιση του εαυτού του ότι ασκεί το επάγγελμα της Ιατρικής μέσω καταχώρησης στο περιοδικό Downtown υπό τον τίτλο «Νέα θεραπεία σταματά την απώλεια της όρασης και τη βελτιώνει σε παθήσεις όπως της ωχράς κηλίδας και των οπτικών νευροπαθειών».

ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

Επίδειξη στα πλαίσια της ιδιότητας του διωκόμενου ως Ιατρού διαγωγής ασυμβίβαστης με το ιατρικό επάγγελμα κατά παράβαση του Άρθρου 4(1) (β) του Περί Ιατρών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείου Συντάξεως Νόμου), σε συνδυασμό με Άρθρο 22 του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου Κεφ. 250.

Λεπτομέρειες Αδικήματος

Ο διωκόμενος Ιατρός κατά ή περί την 2.11.2014 προέβηκε σε διαφήμιση του εαυτού του ότι ασκεί το επάγγελμα της Ιατρικής μέσω καταχώρησης στην εφημερίδα Σημερινή υπό τον τίτλο «Νέα θεραπεία σταματά την απώλεια της όρασης και τη βελτιώνει σε παθήσεις όπως της ωχράς κηλίδας και των οπτικών νευροπαθειών».

Το υπό αναφορά κατηγορητήριο εστάλη στις 27.10.2017 προς το αρμόδιο κατά νόμο Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών, προς έναρξη της εναντίον του αιτητή πειθαρχικής διαδικασίας και κοινοποιήθηκε προς τον τελευταίο μέσω δικαστικού επιδότη και τηλεομοιότυπου μηνύματος, στις 17.11.2017.

Η ακροαματική διαδικασία ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2017 και κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 3.10.2018, το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του καταγγελθέντα αιτητή.

Ακολούθησε η συνέχιση της ακροαματικής διαδικασίας και το Πειθαρχικό Συμβούλιο με την απόφαση ημερομηνίας 19.12.2018, έκρινε ομόφωνα τον αιτητή ένοχο και στις τέσσερεις κατηγορίες που αυτός αντιμετώπιζε. Αφού άκουσε τα όσα αναφέρθηκαν από το συνήγορο του αιτητή, για σκοπούς μετριασμού της ποινής, το Πειθαρχικό Συμβούλιο με την κατά πλειοψηφία απόφασή του ημερομηνίας 4.2.2018, επέβαλε στον αιτητή σε σχέση με την πρώτη κατηγορία, την πειθαρχική ποινή της αναστολής εξάσκησης του ιατρικού επαγγέλματος για περίοδο τριών μηνών και σε σχέση με τη δεύτερη, τρίτη και τέταρτη κατηγορία, επέβαλε ποινή προστίμου ύψους €2.000 σε μία έκαστη, πλέον τα έξοδα της πειθαρχικής διαδικασίας.

Ο αιτητής αμφισβητεί με την παρούσα προσφυγή, τη νομιμότητα των πιο πάνω αποφάσεων, προβάλλοντας αριθμό λόγων προς ακύρωση.

Σημειώνεται ότι, παράλληλα με την παρούσα προσφυγή, καταχωρήθηκε και μονομερής αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής και στις τέσσερεις κατηγορίες, καθώς και των εξόδων της πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου επιδόθηκε προς το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών.

Στις 15.2.2019, εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα αναστολής εκτέλεσης των επιβληθεισών πειθαρχικών ποινών, μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης και έκδοσης αποφάσεως.

Ο αιτητής, δια του ευπαιδεύτου συνηγόρου του, στην πολυσέλιδη γραπτή του αγόρευση, υποστήριξε ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πάσχουν, καθότι υπήρξε έλλειψη δικαιοσύνης, αφού οι καθ' ων η αίτηση παρέλειψαν να παρουσιάσουν τα έγγραφα που παρουσιάζονται ως Παραρτήματα 2 και 7 έως 10 στην Ένσταση, γεγονός που αποστέρησε στον τελευταίο το δικαίωμα προς αντεξέταση των προσώπων που τα συνέταξαν, γεγονός που θα πρέπει να απολήξει σε ακύρωση, τόσο της καταδικαστικής απόφασης, όσο και των επιβληθεισών ποινών.

Προωθεί πρόσθετα ο αιτητής τον ισχυρισμό ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, οι αρχές του οποίου εφαρμόζονται κατ' αναλογία και στις πειθαρχικές διαδικασίες, προς διασφάλιση διεξαγωγής μίας ακριβοδίκαιης δίκης αφού, κατά τον ισχυρισμό, η κατηγορούσα αρχή, δεν προσκόμισε μαρτυρία από την οποία να προκύπτει πέραν   πάσης λογικής αμφιβολίας η πλήρωση των συστατικών στοιχείων των πειθαρχικών αδικημάτων που αντιμετώπιζε, προβάλλοντας παράλληλα λόγους ακύρωσης που άπτονται της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας, ενώ η επιλογή του δικαιώματος του αιτητή να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, έχει επενεργήσει, κατά τον ισχυρισμό, εναντίον του.

Προβάλλονται, πρόσθετα, ισχυρισμοί περί παράβασης της διαδικασίας που προνοείται στις διατάξεις του περί Ιατρών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείο Συντάξεων) Νόμου του 1967, Ν. 16/67 κατά τρόπο που οδηγεί σε ακυρότητα της ακολουθηθείσας διαδικασίας, αφού κατά τον αιτητή, δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 6(1), 5(4) και (5) του Νόμου, αφού δεν προκύπτει να απεστάλη η έκθεση του ερευνώνοντος λειτουργού στο Συμβούλιο, ούτε προκύπτει να ελήφθη οποιαδήποτε απόφαση από το Συμβούλιο προς διατύπωση των συγκεκριμένων κατηγοριών.

Διατείνεται επίσης ο αιτητής, ότι υπήρξε πασιφανής κατάχρηση διαδικασίας, λόγω της μεγάλης καθυστέρησης στην προώθηση της πειθαρχικής δίωξης, κατά παράβαση του Άρθρου 30(2) του Συντάγματος και του άρθρου 6(1) της ΕΣΔΑ, αφού η καταγγελία υπεβλήθη στις 20.11.2014, μετά από ένα χρόνο διορίστηκε ερευνών λειτουργός, το πόρισμα του οποίου ετοιμάστηκε στις 5.1.2016, ενώ οι εναντίον του αιτητή κατηγορίες, διατυπώθηκαν στις 31.10.2017. Κατά τη θέση του αιτητή, καμία αιτιολογία προσκομίστηκε για την καθυστέρηση διερεύνησης της υποβληθείσας κατηγορίας, ούτε δόθηκαν οι λόγοι καθυστέρησης  καταχώρησης του κατηγορητηρίου, ενώ το πόρισμα του ερευνώντος λειτουργού, ήταν γενικό, χωρίς να καταλήγει σε οποιοδήποτε συμπέρασμα.

Ο αιτητής, προώθησε επίσης ισχυρισμούς και ως προς το είδος της επιβληθείσας ποινής σε σχέση με την πρώτη κατηγορία, ήτοι σε σχέση με την επιβολή της ποινής αναστολής εξασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος και στον επηρεασμό εξ αυτής, της κλινικής που διατηρεί, τόσο σε σχέση με τους εκεί εργαζόμενους, όσο και σε σχέση με τους ασθενείς του.

Η πλευρά του καθ΄ ου η αίτηση Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατρών, δια του ευπαιδεύτου συνηγόρου της, απαντώντας σε ένα έκαστο ισχυρισμό, ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, ότι έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες εκ της σχετικής νομοθεσίας διατάξεις, με πλήρη σεβασμό ως προς τα δικαιώματα του υπό δίωξη αιτητή, τονίζοντας παράλληλα, με αναφορά σε σχετική επί του θέματος νομολογία, ότι το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων, ούτε στην αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας, παρά μόνον, έχει δικαιοδοσία προς έλεγχο νομιμότητας της ακολουθηθείσας διαδικασίας.

Κρίνεται, εξαρχής, σκόπιμο όπως τονιστεί ο ρόλος του ακυρωτικού δικαστηρίου κατά την ενάσκηση του δικαστικού ελέγχου σε σχέση με το πειθαρχικό δίκαιο, ρόλος που προδιαγράφεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959, σελ. 414 και επ., ως εξής:-

«Περαιτέρω γίνεται δεκτόν, ότι εις την πειθαρχικήν διαδικασίαν, η εκτίμησις των πραγματικών περιστατικών των συνιστώντων το πειθαρχικόν παράπτωμα και η στάθμισις της βαρύτητος αυτών προς επιβολήν της αρμοζούσης εκάστοτε ποινής ανήκουσιν εις την διακριτικήν εξουσίαν της Διοικήσεως και διαφεύγουσι τον έλεγχον του Συμβουλίου Επικρατείας δικάζοντος επί ακυρώσει, πλην εάν συντρέχη κατάχρησις ή κακή χρήσις της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα [.].

Ο υπό του αρμοδίου όμως οργάνου χαρακτηρισμός ωρισμένων πραγματικών περιστατικών ως συνιστώντων ή μη πειθαρχικόν παράπτωμα, δεν αποτελεί ουσιαστικήν κρίσιν διαφεύγουσαν τον ακυρωτικόν έλεγχον του Σ.τ.Ε., αλλά νομικόν χαρακτηρισμόν των πραγματικών αυτών περιστατικών και υπαγωγήν των εις συγκεκριμένον κανόνα δικαίου [.] ήτοι ενέργειαν ελεγχομένην ακυρωτικώς.»

Είναι πάγια νομολογημένο ότι, οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης αλλά και τα δικαιώματα ενός κατηγορούμενου κατά τη διεξαγωγή ποινικής δίκης, εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν και κατά τη διαδικασία πειθαρχικής δίωξης (Δημοκρατία ν. Χανιάν (1998) 3 Α.Α.Δ. 690, Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1839).

Το δικαίωμα διάγνωσης ποινικής ευθύνης και κατ΄ επέκταση πειθαρχικής ευθύνης, εντός ευλόγου χρόνου, διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος της Δημοκρατίας και έχει αναλυθεί η σημασία του σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Matsas vRepublic (1988) 3 (BC.L.R. 1448Α.Η. Δικηγόρος (2004) 1 (Α) Α.Α.Δ. 254).

Όπως δε τονίστηκε στην Παπασάββας ν. Γενικού Εισαγγελέα (2003) 3 Α.Α.Δ. 115 καμία κύρωση δεν μπορεί να επιβληθεί σε άτομο για ποινικό ή πειθαρχικό παράπτωμα έξω από το πλαίσιο της ποινικής ή πειθαρχικής διαδικασίας προσαρμοσμένης στις διατάξεις του Άρθρου 12 του Συντάγματος.

Παρόλα ταύτα, έχει κριθεί νομολογιακά, ότι η αυστηρή προσήλωση στους κανόνες του δικαίου της απόδειξης, δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη διεξαγωγή της πειθαρχικής δίκης, λόγω του ότι αυτή δεν εξισώνεται με τη διαδικασία σε ποινικές υποθέσεις (Κρητιώτη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 778). Ένα πειθαρχικό όργανο, έχει την ευχέρεια και δύναται να αποδεχθεί ένα ευρύ φάσμα μαρτυρίας, που κανονικά δεν έχει θέση στις αμιγώς δικαστικές διαδικασίες (Mytidou vCY.TA (1982) 3 C.L.R. 555).

Αυτό που θα πρέπει να διασφαλίζεται με την, κατά το δυνατό, εφαρμογή των Κανόνων της Ποινικής Δικονομίας, είναι το υπό δίωξη πρόσωπο να μην αποστερείται των βασικών δικαιωμάτων του.

Όπως έχει κριθεί στην Μ.Χ. Δικηγόρος (2003) 1 Α.Α.Δ. 442, αυτό το οποίο επιβάλλεται σε μία πειθαρχική δίκη, είναι η τήρηση των εχεγγύων του Άρθρου 12.5 του Συντάγματος, το οποίο επιβάλλει τη διατύπωση του κατηγορητηρίου, την πρόσαψη κατηγορίας, τη λήψη της απάντησης του κατηγορουμένου και την απόδειξη της υπόθεσης με την προσαγωγή μαρτυρίας.

 

Υπό το φως των πιο πάνω γενικών αρχών, προχωρώ να εξετάζω τα ζητήματα που ήγειρε ο αιτητής προς ακύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων.

 

Το παράπονο του αιτητή, εστιάζεται στην παράλειψη παρουσίασης κατά την ακροαματική διαδικασία, των εγγράφων των Παραρτημάτων 2 και 7 έως 10 της Ένστασης, γεγονός που αποστέρησε, κατά τον ισχυρισμό, τον αιτητή από το δικαίωμα του να αντεξετάσει τους συντάξαντες αυτές και υποστηρίζει περαιτέρω ότι αυτά είναι ανυπόγραφα, όπως προκύπτει εκ των υστέρων από την Ένσταση.

Ανατρέχοντας όμως στο περιεχόμενο των εγγράφων των Παραρτημάτων 2 και 7 έως 10 της Ένστασης, διαπιστώνω ότι τα έγγραφα αυτά, αφορούσαν σε πρακτικά του Συμβουλίου και δεν συνιστούσαν μαρτυρία, έτσι ώστε να τίθεται ζήτημα μη πρόσκλησης μαρτύρων προς αντίκρουση, ή ζήτημα αντεξέτασης των προσώπων που τα συνέταξαν επί του περιεχομένου τους.

Εξάλλου, τόσο η έκθεση, όσο και οι λεπτομέρειες των πειθαρχικών αδικημάτων που αυτός αντιμετώπιζε, ήταν εις γνώση του αιτητή και γνώριζε με ακρίβεια τι αντιμετώπιζε και ποιο ήταν το αδίκημα στο οποίο κατ' ισχυρισμόν είχε υποπέσει, καθώς επίσης και ποιες ήταν οι συνθήκες διάπραξης αυτού. Ομοίως και οι ληφθείσες καταθέσεις των μαρτύρων, βρίσκονταν κατά πάντα χρόνο στην κατοχή του αιτητή, όπως επίσης και η έκθεση του ερευνώντος λειτουργού.

Δεν διακρίνω οποιαδήποτε υποχρέωση εκ μέρους της αρμόδιας αρχής, να δώσει στον αιτητή αντίγραφα της ίδιας της απόφασης του Συμβουλίου του Ιατρικού Σώματος να διορίσει ως ερευνώντα λειτουργό του Δρ Β. Οικονόμου, αφ΄ ης στιγμής του γνωστοποιήθηκε ήδη, δια επιστολής ημερομηνίας 27.10.2015, ο διορισμός αυτού, ως ερευνώντος λειτουργού.

Ούτε διαπιστώνω ότι υπείχε οποιαδήποτε υποχρέωση το Συμβούλιο του Ιατρικού Σώματος όπως δώσει στον αιτητή αυτή καθ' εαυτήν την απόφαση του Συμβουλίου προς έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας ή της έγκρισης του εν τέλει διατυπωθέντος κατηγορητηρίου, νοουμένου ότι έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη εκ του περί Ιατρών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείων Συντάξεων) Νόμου του 1967, Ν. 16/1967 ως αυτός έχει τροποποιηθεί, διαδικασία σε σχέση με τα διαδικαστικά θέματα της εσωτερικής λειτουργίας του Συμβουλίου. Το κατά πόσον έχει τηρηθεί η εκ του Νόμου προβλεπόμενη διαδικασία, αποτελεί ξεχωριστό λόγο ακύρωσης, τον οποίο θα εξετάσω πιο κάτω.

Εν πάση περιπτώσει, σε σχέση με τον ισχυρισμό ότι τα σχετικά πρακτικά του Συμβουλίου του Ιατρικού Σώματος είναι ανυπόγραφα, διαπιστώνω από τα Τεκμήρια 1 και 2, ότι όλα τα σχετικά πρακτικά του Συμβουλίου, είναι υπογεγραμμένα.

Προβλήθηκε περαιτέρω από τον αιτητή, ο ισχυρισμός ότι η κατηγορούσα αρχή, με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία, δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης προς στοιχειοθέτηση των εναντίον του πειθαρχικών αδικημάτων, προβάλλοντας παράλληλα και ισχυρισμούς που άπτονται της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας.

Υπενθυμίζοντας το γεγονός ότι ένα πειθαρχικό όργανο, κατά τη διεξαγωγή μίας πειθαρχικής δίκης, δύναται να δεχθεί ένα ευρύ φάσμα μαρτυρίας που κανονικά δεν θα είχε θέση στις καθαρά δικαστικές διαδικασίες, αλλά και τη μη αυστηρή προσήλωση στους κανόνες του δικαίου της απόδειξης, ως τούτο προδιαγράφεται και από τις διατάξεις του άρθρου 6(2) του Ν. 16/67, χωρίς να επεμβαίνω στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, προκειμένου να εξετάσω το εύλογο των διαπιστώσεων επί των γεγονότων αφενός και αφετέρου να αποκλείσω το ενδεχόμενο παράβασης νόμου ή πλάνης περί τα πράγματα ή περί το νόμο ή υπέρβασης των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου, προχωρώ να εξετάσω το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας, στη βάση των πειθαρχικών παραπτωμάτων που ο αιτητής αντιμετώπιζε.

Μελετώντας τα πρακτικά του Πειθαρχικού Συμβουλίου, σε σχέση με τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από την αρμόδια αρχή, εκ των μαρτύρων κατηγορίας, ήτοι του ερευνώντος λειτουργού Δρος Οικονόμου, του Δρος Κοντού εκ μέρους της καταγγέλλουσας εταιρείας και του Δρος Φελλά, Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής Κύπρου, κατά τις συνεδρίες ημερομηνίας 18.4.2018, 16.5.2018, 13.6.2018 και 10.7.2018 (Τεκμήριο 1), σε συνάρτηση με την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση ημερομηνίας 19.12.2018, διαπιστώνω ότι έγινε ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και υπαγωγή τους στις κατηγορίες που ο αιτητής αντιμετώπιζε.

Δεν εντοπίζω από τα ενώπιον μου έγγραφα, εσφαλμένη εκτίμηση, από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά σε συνάρτηση με την προσκομισθείσα μαρτυρία, αφού διαπιστώνω ότι στο σύνολο των ενώπιον του πειθαρχικού οργάνου δεδομένων, προσδιορίζονται με ακρίβεια τα συνιστώντα τα αδικήματα γεγονότα, καθώς και η μαρτυρία που τα στηρίζει. 

Με δεδομένες τις βασικές αρχές της νομολογίας μας, υπό το φως απουσίας στοιχείων που να δεικνύουν εσφαλμένη εκτίμηση των ενώπιον του οργάνου δεδομένων, το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από το ίδιο το πειθαρχικό όργανο και συνεπώς, κάθε περί του αντιθέτου ισχυρισμός, κρίνεται απορριπτέος.

Προχωρώ να εξετάσω τους ισχυρισμούς του αιτητή περί παράβασης της διαδικασίας που προνοείται στις διατάξεις των άρθρων 5(4) και (5), καθώς και του άρθρου 6(1) του Ν. 16/67, παράβαση που κατά τον ισχυρισμό, οδηγεί σε ακυρότητα της όλης διαδικασίας.

Παραθέτω πιο κάτω τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του Ν. 16/67, ως εξής:-

«5.—(1) Εάν καταγγελθή εις το Συμβούλων, ή περιέλθη εις γνώσιν του Συμβουλίου, ότι ιατρός δυνατόν να έχει διαπράξει πειθαρχικόν αδίκημα, το Συμβούλιον ορίζει ιατρόν (εις το παρόν άρθρον αναφερόμενον ως «ο ερευνών λειτουργός») όπως διεξαγάγη έρευναν.

(2)       Ο ερευνών λειτουργός διεξάγει την έρευναν το ταχύτερον κατά δε την υπ' αυτού διεξαγωγήν της ερεύνης ούτος κέκτηται εξουσίαν όπως ακούση οιουσδήποτε μάρτυρας ή λάβη εγγράφως καταθέσεις παρ' οιουδήποτε προσώπου, παν δε τοιούτο πρόσωπον οφείλει να δώση πάσαν πληροφορίαν περιέλθουσαν εις γνώσιν του αναφορικώς προς τα γεγονότα της υποθέσεως.

(3)       Ο καταγγελθείς ιατρός δικαιούται να γνωρίζη την κατ' αυτού υπόθεσιν, παρέχεται δε εις αυτόν η ευκαιρία όπως ακουσθή.

(4)       Μετά την συμπλήρωσιν της ερεύνης ο ερευνών λειτουργός υποβάλλει την έκθεσιν αυτού ομού μετ' απάντων των σχετικών εγγράφων εις το Συμβούλων.

(5)       Εάν εκ της υποβληθείσης εκθέσεως και των σχετικών εγγράφων, το Συμβούλων κρίνη ότι δύναται να διατυπωθή πειθαρχική κατηγορία κατά του καταγγελθέντος, προβαίνει εις την διατύπωσιν της κατηγορίας και αποστέλλει ταύτην εις το Πειθαρχικόν Συμβούλιον.

6.—(1) Εντός δύο εβδομάδων από της ημερομηνίας της υπ' αυτού λήψεως της πειθαρχικής κατηγορίας, το Πειθαρχικόν Συμβούλων μεριμνά όπως εκδοθή και επιδοθή προς τον καταγγελθέντα κλήσις κατά τον εις τον Πίνακα εμφαινόμενον τύπον κλήσεως και κατά τον εις τον Πίνακα προνοούμενον τρόπον επιδόσεως.

(2)       Η υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου εκδίκασις της υποθέσεως διεξάγεται, τηρουμένων των αναλογιών, κατά τον αυτόν τρόπον ως η ακρόασις ποινικής υποθέσεως εκδικαζομένης συνοπτικώς:

Νοείται ότι το Πειθαρχικόν Συμβούλων κέκτηται εξουσίαν όπως αποδεχθή οιανδήποτε μαρτυρίαν έστω και εάν αύτη δεν θα εγένετο δεκτή εις ποινικήν ή πολιτικήν διαδικασίαν.

(3)       Το Πειθαρχικόν Συμβούλων κέκτηται εξουσίαν όπως:

(α) καλή μάρτυρας και απαιτή την προσέλευσιν αυτών ως και την προσέλευσιν του καταγγελθέντος, ως εις συνοπτικώς διεξαγομένας δίκας·

(β) απαιτή την προσαγωγήν παντός εγγράφου σχετιζομένου προς την κατηγορίαν.

(4)       Πάσα απόφασις του Πειθαρχικού Συμβουλίου δέον να είναι ητωλογημένη και να υπογράφεται υπό του προέδρου αυτού.

(5)       Πάσα απόφασις του Πειθαρχικού Συμβουλίου θα θεωρήται ως διάταγμα δικαστηρίου ασκούντος συνοπτικήν διαδικασίαν και θα εκτελήται κατά τον αυτόν τρόπον ως και διάταγμα του δικαστηρίου τούτου.»

Ανατρέχοντας στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 2 που κατατέθηκε κατά το στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων, διαπιστώνω ότι έχουν τηρηθεί τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 5, αφού μετά την υποβληθείσα εκ της Οφθαλμολογικής Εταιρείας Κύπρου καταγγελία, το Συμβούλιο κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 10.9.2015 αποφάσισε τον ορισμό του Δρος Οικονόμου, ως ερευνώντος λειτουργού, για σκοπούς διεξαγωγής έρευνας.

Δόθηκε παράλληλα το δικαίωμα στον αιτητή να ακουστεί, όπως και ακούστηκε προ της υποβολής του πορίσματος, δια της επιστολής του δικηγόρου του ημερομηνίας 23.11.2015.

Το πόρισμα του ερευνώντος λειτουργού, ετοιμάστηκε στις 5.1.2016, ήτοι το ταχύτερον, ως τούτο ορίζεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 5 του Νόμου και υπέβαλε αυτό προς το Συμβούλιο, κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 11.2.2016, κατά την οποία αποφασίστηκε και η έναρξη πειθαρχικής δίωξης του αιτητή. Κατά τη συνεδρία του Συμβουλίου ημερομηνίας 11.5.2917 αποφασίστηκε η σύνταξη του κατηγορητηρίου, το οποίο παρουσιάστηκε και εγκρίθηκε προς αποστολή του στο Πειθαρχικό Συμβούλιο κατά τη συνεδρία του Συμβουλίου Ιατρών ημερομηνίας 20.7.2017.

Το κατηγορητήριο απεστάλη προς το Πειθαρχικό Συμβούλιο με την επιστολή ημερομηνίας 27.10.2017, το οποίο εξέδωσε προς τον αιτητή κλήση εμφάνισης ημερομηνίας 31.10.2017. Εν τέλει, το κατηγορητήριο επεδόθη προς τον αιτητή περί τις 17.11.2017.

Εκ των ανωτέρω, δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε παράβαση διατάξεων της σχετικής νομοθεσίας, αλλά αντιθέτως, διαπιστώνω ότι τηρήθηκαν επακριβώς τα προνοούμενα σε σχέση με την ακολουθητέα πειθαρχική διαδικασία. Το γεγονός ότι το κατηγορητήριο επιδόθηκε στον αιτητή τρείς βδομάδες μετά τη λήψη του από το Συμβούλιο, δεν συνιστά παράβαση νομοθεσίας, καθότι το χρονοδιάγραμμα των δύο εβδομάδων που τίθεται εκ του εδαφίου (1) του άρθρου 6, δεν είναι ανατρεπτικό, όπως πολύ ορθά υποδεικνύει και ο συνήγορος του καθ΄ ου η αίτηση, δυνάμενο να επιφέρει ακυρότητα, αλλά ενδεικτικό, προς ταχεία διεκπεραίωση της πειθαρχικής διαδικασίας, ως τούτο προκύπτει έκδηλα από τη λεκτική του διατύπωση (σχετικές για τον ενδεικτικό χαρακτήρα των διοικητικών προθεσμιών σχετικές είναι οι Χατζηδάς ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. (Ε) 1121, Κοινοπραξία Poseidon Grand Marina of Paphos κ.ά. ν. Cybarco Plc κ.ά. (2009) 3 Α.Α.Δ. 513, Δημοκρατία ν. Pharmanet Ltd (2011) 3 Α.Α.Δ. 1).

Εν πάση περιπτώσει, ο χρόνος της παρόδου των τριών εβδομάδων, κρίνεται εύλογος.

Διατείνεται ο αιτητής ότι υπήρξε πασιφανής κατάχρηση διαδικασίας, λόγω της μεγάλης καθυστέρησης στην προώθηση της πειθαρχικής δίωξης, κατά παράβαση του Άρθρου 30(2) του Συντάγματος και του άρθρου 6(1) της ΕΣΔΑ, αφού η καταγγελία υπεβλήθη στις 20.11.2014, μετά από ένα χρόνο διορίστηκε ερευνών λειτουργός, το πόρισμα του οποίου ετοιμάστηκε στις 5.1.2016, ενώ οι εναντίον του αιτητή κατηγορίες, διατυπώθηκαν στις 31.10.2017.

Πράγματι, διαπιστώνω από τους διοικητικούς φακέλους να υπήρξε αρκετή καθυστέρηση από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας, μέχρι τη διατύπωση των εναντίον του αιτητή πειθαρχικών κατηγοριών. Η καταγγελία από την Οφθαλμολογική Εταιρεία Κύπρου υπεβλήθη στις 20.11.14, ενώ ο διορισμός του ερευνώντος λειτουργού έγινε μετά από ένα σχεδόν χρόνο, ήτοι στις 10.9.2015. Το πόρισμα ετοιμάστηκε στις 5.1.2016, ενώ το κατηγορητήριο συντάχθηκε στις 31.10.2017.

Παρόλη όμως την πιο πάνω διαπίστωση, η καθυστέρηση αυτή καθ' εαυτή, δεν οδηγεί άνευ ετέρου στην ακύρωση μίας πειθαρχικής διαδικασίας και της επιβληθείσας ποινής.

Στη πολυσέλιδη γραπτή αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή, δεν εντοπίζω να υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά σε τί συγκεκριμένα τον έχει επηρεάσει δυσμενώς, αυτή η καθυστέρηση που σημειώθηκε. Ούτε έχει επιδειχθεί το διακύβευμα (enjeu) της υπό κρίση πειθαρχικής υπόθεσης για τον ίδιο τον αιτητή, αλλά ούτε έχει προβληθεί κάποια ιδιάζουσα ή ειδική περίσταση του δυσμενούς του επηρεασμού[1].

Ο παράγοντας χρόνος αφ' εαυτός, δεν είναι ικανός να επιφέρει αυτοτελώς ακυρότητα της κατά τα άλλα μεμπτής συμπεριφοράς του υποκειμένου στον πειθαρχικό επαγγελματικό του κώδικα προσώπου, εάν δεν υποδειχθεί σε τι συγκεκριμένα το πρόσωπο αυτό έχει επηρεαστεί αρνητικά.

Απορριπτέοι κρίνονται και οι ισχυρισμοί του αιτητή ότι το πόρισμα του ερευνώντος λειτουργού ήταν γενικό και αόριστο, αφού εκ των διατάξεων του άρθρου 5(4) και (5) του Ν. 16/97 δεν προκύπτει η υποχρέωση του τελευταίου προς καταρτισμό πορίσματος με συγκεκριμένη εισήγηση, παρά μόνον υποχρέωση προς έρευνα και η κρίση για τη δυνατότητα διατύπωσης συγκεκριμένων πειθαρχικών κατηγοριών εναποτίθεται στο ίδιο το Συμβούλιο Ιατρών.

Προωθήθηκαν, τέλος, ισχυρισμοί εκ μέρους του αιτητή ως προς το είδος της επιβληθείσας ποινής σε σχέση με την πρώτη κατηγορία, ήτοι σε σχέση με την επιβολή της ποινής αναστολής εξασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος και στον επηρεασμό εξ αυτής, της κλινικής που διατηρεί, τόσο σε σχέση με τους εκεί εργαζόμενους, όσο και σε σχέση με τους ασθενείς του.

Όπως όμως έχει κριθεί νομολογιακά, το Διοικητικό Δικαστήριο, κατά κανόνα δεν επεμβαίνει, εκτός εάν επιβλήθηκε από το εκδικάσαν πειθαρχικό όργανο ποινή η οποία δεν προβλέπεται από το Νόμο ή έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας. Το Δικαστήριο δεν θα προβεί σε έλεγχο της αυστηρότητας της πειθαρχικής ποινής που επιβλήθηκε, ούτε θα προβεί σε έλεγχο της υποκειμενικής εκτίμησης των γεγονότων από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο το οποίο έχει την αποκλειστική κρίση για την επιλογή της ποινής, παρά μόνο εξετάζει αν η επιβληθείσα ποινή εμπίπτει στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του και εάν αυτό ενήργησε έξω από τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, σε συνάρτηση με το εύλογο της ποινής, λαμβάνοντας πάντοτε βεβαίως υπόψη και την αρχή της αναλογικότητας (Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210, Enotiadou v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 409, Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508, Θεοτή ν. Δημοκρατίας (2001) 3(B) Α.Α.Δ. 1144, Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ 622).

Καταληκτικά, ως προς τους ισχυρισμούς του αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, διαπιστώνω από την προσβαλλόμενη απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου ημερομηνίας 19.12.2018, καθώς επίσης και από την απόφαση ημερομηνίας 4.2.2019, ότι υπάρχει επαρκής αιτιολογία, κατόπιν δέουσας έρευνας, κατά τρόπο που κοινοποιούνται τα στοιχεία εκείνα που αποτέλεσαν το βάθρο της στοιχειοθέτησης των πειθαρχικών αδικημάτων, υπό το φως της εδραιωμένης νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου περί μη δυνατότητας του ακυρωτικού δικαστηρίου να υπεισέλθει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων, στην οποία έχει προβεί το αρμόδιο όργανο (Ρ.Ι.Κ. ν. Κοντεμενιώτη (2003) 3 Α.Α.Δ. 5).

Για τους πιο πάνω αναφερόμενους λόγους, διαπιστώνω ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατρών, η οποία και επικυρώνεται. Εξυπακούεται, ως εκ της κατάληξης, ότι το εκ συμφώνου εκδοθέν προσωρινό διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής, ημερομηνίας 15.2.2019, δεν έχει πλέον οποιαδήποτε ισχύ.

Η προσφυγή αποτυγχάνει με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον του αιτητή και υπέρ του καθ' ου η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

Ε. Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.



[1]Λ.-Σ. Σισιλιάνος «Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου - Ερμηνεία κατ' άρθρο - Δικαιώματα - Παραδεκτό - Δίκαιη Ικανοποίηση - Εκτέλεση», Νομική Βιβλιοθήκη (2013) σελ. 247 §144 και Δρ. Κ. Παρασκευάς «Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο - Θεμελιώδη Δικαιώματα και Ελευθερίες» Νομική Βιβλιοθήκη (2015) σελ.




Comments (0)


This thread has been closed from taking new comments.



Newsletter











3772